Σάββατο 29 Μαΐου 2010

Ukiyo-e

Ζούμε μόνο για την στιγμή που θα θαυμάσουμε το μεγαλείο του σεληνόφωτος, του χιονιού, της ανθισμένης κερασιάς και του χρώματος των φύλων των σφενδάμων. Απολαμβάνουμε την ζεστή από το κρασί μέρα μη αφήνοντας την επίμονα επιτιθέμενη ανέχεια να μας προσγειώσει στην νηφαλιότητα. Σε αυτήν την περιπλάνησή μας - σαν μια κολοκύθα που την παρασύρει το ρεύμα του ποταμού - δεν αφήνουμε τον εαυτό μας να αποθαρρυνθεί ούτε μια στιγμή. Ακριβώς αυτό ονομάζεται επιπλέων, φευγαλέος κόσμος.

Asai Ryoi , Tales from the Floating World of Pleasure,
Kyoto 1661


Utagawa Hiroshige (1797-1858) - Moonlight Night



Utagawa Hiroshige - Red Maples of Mama at Tekona Shrine



Katsushika Hokusai (1760 - 1849) - Mountaina Fuji seen through Cherry Blossoms



Hasui Kawase (1883 - 1957) - Saishoin Temple in Snow



Hasui Kawase (1883 - 1957) - Evening Snow at Edo river


Τρίτη 18 Μαΐου 2010

Δρυς (Quercus)

Υπό την Βασιλικήν Δρυν


Όταν παιδίον διηρχόμην εκεί πλησίον, επί οναρίου οχούμενος, δια να υπάγω να απολαύσω τας αγροτικάς μας πανηγύρεις, των ημερών του Πάσχα, του Αγίου Γεωργίου και της Πρωτομαγιάς, ερρέμβαζον γλυκά μη χορταίνων να θαυμάζω περικαλλές δένδρον, μεμονωμένον, πελώριον, μίαν βασιλικήν δρυν. Οποίον μεγαλείον είχεν! Οι κλάδοι της χλωρόφαιοι, κατάμεστοι, κραταιοί· οι κλώνές της, γαμψοί ως η κατατομή του αετού, ούλοι ως η χαίτη του λέοντος, προείχον αναδεδημένοι, εις βασιλικά στέμματα. Και ήτον εκείνη άνασσα του δρυμού, δέσποινα άγριας καλλονής, βασίλισσα της δρόσου…
Από τα φύλλα της εστάλαζε κι έρρεεν ολόγυρά της «μάννα ζωής, δρόσος γλυκασμού, μέλι το εκ πέτρας». Έθαλπον οι ζωηφόροι οποί της έρωτα θείας ακμής, κι έπνεεν η θεσπεσία φυλλάς της ίμερον τρυφής ακηράτου. Και η κορυφή της βαθύκομος ηγείρετο ως στέμμα παρθενικόν, διάδημα θείον.
Ησθανόμην άφατον συγκίνησιν να θεωρώ το μεγαλοπρεπές εκείνο δένδρον. Εφάνταζεν εις το όμμα, έμελπεν εις το ούς, εψιθύριζεν εις την ψυχήν φθόγγους αρρήτου γοητείας. Οι κλώνες, οι ράμνοι, το φύλλωμά της, εις του ανέμου την σείσιν, εφαίνοντο ως να ψάλλωσι μέλος ψαλμικόν, το «Ως εμεγαλύνθη». Μ΄ έθελγε, μ΄ εκήλει, μ΄ εκάλει εγγύς της. Επόθουν να πηδήσω από του υποζυγίου, να τρέξω πλησίον της, να την απολαύσω· να περιπτυχθώ τον κορμόν της, όστις θα ήτον αγκάλιασμα δια πέντε παιδιά ως εμέ, και να τον φιλήσω. Να προσπαθήσω ν΄ αναρριχηθώ εις το πελώριον στέλεχος, το αδρόν και αμαυρόν, ν΄ αναβώ εις το σταύρωμα των κλάδων της, ν΄ ανέλθω εις τους κλώνας, να υψωθώ εις τους ακρέμονας… Και αν δεν μ΄ εδέχετο, και αν μ΄ απέβαλλεν από το σώμα της, και μ΄ έρριπτε κάτω, ας έπιπτον να κυλισθώ εις την χλόην της, να στεγασθώ υπό την σκιάν της, υπό τα αετώματα των κλώνων της, τα όμοια με στέμματα Δαυίδ θεολήπτου.
Επόθουν, αλλ΄ η συνοδία των οικείων μου, μεθ΄ών ετέλουν τας εκδρομάς εκείνας ανά τα όρη, δεν θα ήθελε να μοι το επιτρέψει. Και μίαν χρονιάν, ήτο κατά τας εορτάς του σωτηρίου έτους 186… , καθώς είχομεν διέλθει πλησίον του δένδρου, εφθάσαμεν εις το Μέγα Μανδρί· – ήτο δε το Μέγα Μανδρί μικρός συνοικισμός, θερινόν σκήνωμα των βοσκών του τόπου. Εκατοίκουν εκεί επτά ή οκτώ οικογένειαι αγροτών. Δύο εκ των οικογενειών τούτων συνεδέοντο προς τους γονείς μου δια δεσμών βαπτίσματος, κολληγοσύνης, κτλ. και όλοι ήσαν φίλοι και συμπατριώται μας.
Κατηρχόμεθα εκεί συνήθως τας ημέρας του Πάσχα, είτα πάλιν του Αγίου Γεωργίου ή την Πρωτομαγιάν, άλλοτε δε του Αγίου Κωνσταντίνου ή της Αναλήψεως. Επί τερπνού λόφου υπήρχε το παρεκκλήσιον του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, όπου ελειτουργούμεθα.
Ήγοντο εκεί χοροί και πανηγύρεις· δρόσος και αναψυχή και χάρμα εβασίλευεν. Εθύοντο αρνία και ερίφια, και σπονδαί εγίνοντο πυροξάνθου ανθοσμίου. Ετελούντο αγώνες αμίλλης, δισκοβολίαι και άλματα. Έπληττε τας πραείας ηχούς ο φθόγγος του αυλού και της λύρας, συνοδεύων το έρρυθμον βήμα των παρθένων προς κύκλιον χορόν. Και ξανθαί, ερυθρόπεπλοι βοσκοπούλαι επήδων, επέτων, εκελάδουν.
Καθώς είχομεν φθάσει εκεί, την χρονιάν εκείνην, με είχε κυριεύσει ζωηρότερον η εντύπωσις η μαγική της δρυός. Διηρχόμεθα εκάστοτε ουχί μακράν του δένδρου, απέχοντος ημισείας ώρας οδόν από το Μέγα Μανδρί. Ο δρόμος μας ήτον επί της κλιτύος, ολίγον υψηλότερον της θέσεως όπου ίστατο το δένδρον, έτεμνε δε πλαγίως το βουνόν… και η δρυς η μαγική, καθώς εξηκολούθουν να την βλέπω επί ικανήν ώραν, με εγοήτευε και με εκάλει, ως να ήτο πλάσμα έμψυχον, κόρη παρθενική του βουνού.
Κατά τας ποικίλας κυμάνσεις της οδού, σύμφωνα με τα κοιλώματα ή τας προεξοχάς του εδάφους, και κατά τας κινήσεις του οναρίου τας ιδιοτρόπους και πείσμονας – καθώς εξάνοιγα το πρώτον την δρυν, καθόσον επλησίαζα ή απεμακρυνόμην απ΄αυτής, τόσας θέας, απόψεις και φάσεις ελάμβανε το δένδρον. Εκ πλαγίου και μακρόθεν είχεν όψιν λιγυράς χάριτος· εγγύθεν και κατά μέτωπον, προέκυπτεν όλη μεστή και αμφιλαφής, βαθύχλωρος, επιβάλλουσα ως νύμφη.
Όλην την νύκτα, κοιμώμενος και αγρυπνών, ωνειρευόμην την δρυν, την θεσπεσίαν και υψηλήν… Την πρωίαν εκείνην του Μεγάλου Σαββάτου, καθώς είχεν ευωδιάσει ο ναΐσκος από δάφνας και λιβανωτίδας, και είχε κρουσθεί τρελά από παιδικάς χείρας ο μικρός κώδων ο υπεράνω του γείσου της στέγης της πλακοσκεπούς, χαιρετίζων το «Ανάστα ο Θεός», το οποίον έψαλλεν ο παπάς ραίνων τους πιστούς με πέταλα ρόδων και ίων…είτα, πριν απολύσει η λειτουργία, εγώ έγινα άφαντος.
Δια πλαγίου, κρυφού δρομίσκου τον οποίον είχον ανακαλύψει την προτεραίαν, ήρχισα να ανέρχομαι την ράχιν του βουνού… διευθυνόμενος προς το μέρος, όπου ευρίσκετο η βασιλική δρυς. Επίστευον ότι εγνώριζα καλά τον δρόμον.
Ήτον όλη η οδός ανωφερής, κι εγώ έτρεχον, έτρεχον δια να φθάσω ταχέως, ν΄ ασπασθώ την ερωμένην μου – επειδή η δρυς υπήρξεν η πρώτη παιδική μου ερωμένη – και ταχέως πάλιν να επιστρέψω, φανταζόμενος ότι η απουσία μου τότε δεν θα παρετηρείτο, και δεν θα είχον ν΄ ακούσω επιπλήξεις από τους οικείους.
Προ εμού είχον αναχωρήσει από το ποιμενικόν σκήνωμα ολίγοι εκ της τάξεως των βοσκών, απερχόμενοι εις την πολίχνην, δια να κομίσωσιν αρνία και τυρίον εις τους κολλήγας, αποφέρωσι δε άλλα οψώνια εκ της πόλεως. Ούτοι θα επέστρεφον προς εσπέραν, και δεν ήτο πιθανόν να συναντήσω τινάς καθ΄ οδόν. Πλην παρ΄ ελπίδα είδον μακρόθεν άλλους ερχομένους προς τα εδώ, εν συνοδία γυναικών και παίδων και υποζυγίων· ούτοι ήρχοντο εκ της πόλεως δια να συνεορτάσωσιν εν τη εξοχή πλησίον των συγγενών των, των βοσκών.
Πάραυτα εξετράπην της οδού, κι έσπευσα να κρυβώ όπισθεν πυκνών θάμνων. Οι άνθρωποι εκείνοι αν με συνήντων, μεμονωμένον, μακράν των γονέων μου, πορευόμενον άγνωστον πού, θα επαραξενεύοντο, και αν δεν μ΄έπειθον να κατέλθω μετ΄αυτών ευθύς οπίσω, εξ άπαντος θα με κατήγγελλον εις τους γονείς μου, τους οποίους θα εύρισκον κάτω εις το Μέγα Μανδρί. Ήμην ένδεκα ετών παιδίον.
Εκείνοι ταχέως αντιπαρήλθον, κι εγώ ανέλαβα τον δρόμον μου, αλλά μετ΄ ολίγον τον έχασα. Εις έν σταυροδρόμιον όπου έφθασα, επήρα τον δρόμον αριστερά, τον υψηλότερον, και ασθμαίνων έφθασα εις την κορυφήν του βουνού. Πλην η μεγάλη δρυς υπήρξεν ευεργέτις μου και κηδεμών μου. Αύτη μ΄ εξήγαγεν εκ της απάτης, εφαίνετο δε ως να μοι ένευε μακρόθεν, και με ωδήγει να έλθω πλησίον της.
Καθώς την είδα χαμηλότερον, δεξιόθεν, αρκετά μακράν, άφησα τον δρομίσκον εις τον οποίον έτρεχα, και στραφείς προς δυσμάς ήρχισα να κατέρχομαι, μέσω των αγρών, υπερπηδών αιμασιάς, χάνδακας, φραγμούς θάμνων και βάτων, σχίζων τας σάρκας μου, αιμάσσων χείρας και πόδας… Τέλος έφθασα πλησίον της ποθητής νύμφης των δασών.
Ήμην κατάκοπος, κάθιδρος και πνευστιών. Άμα έφθασα, ερρίφθην επί της χλόης, εκυλίσθην επάνω εις παπαρούνες και χαμολούλουδα. Αλλ΄ όμως ησθανόμην κρυφήν ευτυχίαν, ονειρώδη απόλαυσιν. Ερρέμβαζον αναβλέπων εις τους κλώνάς της τους κραταιούς, και ηνοιγόκλειον ηδυπαθώς τα χείλη εις την πνοήν της αύρας της, εις τον θρουν των φύλλων της. Εκατοντάδες πουλιών ανεπαύοντο εις τους κλώνάς της, έμελπον τρελά τραγούδια… Δρόσος, άρωμα και χαρμονή εθώπευον την ψυχήν μου….
Ήμην αποσταμένος, και δεν είχον κοιμηθεί καλά την νύκτα. Ο ύπνος μού έλειπεν. Εις την σκιάν του πελωρίου δένδρου, εν μέσω των μηκώνων του των κατακοκκίνων, ο Μορφεύς ήλθε και μ΄εβαυκάλησε, και μοι έδειξεν εικόνες, ως εις περίεργον παιδίον.
Μου εφάνη ότι το δένδρον –έσωζον καθ΄ύπνον την έννοιαν του δένδρου– μικρόν κατά μικρόν μετέβαλλεν όψιν, είδος και μορφήν. Εις μίαν στιγμήν η ρίζα του μου εφάνη ως δύο ωραίαι εύτορνοι κνήμαι, κολλημέναι η μία επάνω εις την άλλην, είτα κατ΄ολίγον εξεκόλλησαν κι εχωρίσθησαν εις δύο· ο κορμός μού εφάνη ότι διεπλάσσετο και εμορφούτο εις οσφύν, εις κοιλίαν και στέρνον, με δύο κόλπους γλαφυρούς, προέχοντας· οι δύο παμμέγιστοι κλάδοι μού εφάνησαν ως δύο βραχίονες, χείρες ορεγόμεναι εις το άπειρον, είτα κατερχόμεναι συγκαταβατικώς προς την γην, εφ΄ης εγώ εκείμην· και το βαθύφαιον, αειθαλές φύλλωμα, μου εφάνη ως κόμη πλουσία κόρης, αναδεδημένη προς τ΄ άνω, είτα λυομένη, κυματίζουσα, χαλαρουμένη προς τα κάτω.
Το πόρισμά μου, το εν ονείρω εξαχθέν, και εις λήρον εν είδει συλλογισμού διατυπωθέν, υπήρξε τούτο: «Α! δεν είναι δένδρον, είναι κόρη· και τα δένδρα, όσα βλέπομεν, είναι γυναίκες!»
Όταν μετ΄ολίγον εξύπνησα, ως συνέχειαν του ονείρου έσχον εν νώ την ανάμνησιν της ιστορίας του τυφλού, τον οποίον ο Χριστός εθεράπευσε, καθώς είχον ακούσει τον διδάσκαλόν μας εις την Ιεράν Ιστορίαν: «Καταρχάς μεν είδε τους ανθρώπους ως δένδρα· δεύτερον δε τους είδε καθαρά…»
Πλην δεν εξύπνησα ακόμη, πριν ακούσω τι έλεγε το φάσμα· η κόρη – η δρυς, είχε λάβει φωνήν και μοι έλεγεν:
-Ειπέ να μου φεισθούν, να μη με κόψουν….δια να μη κάμω ακουσίως κακόν. Δεν ειμ΄ εγώ νύμφη αθάνατος· θα ζήσω όσον αυτό το δένδρον…
Εξύπνησα έντρομος, κι έφυγον… Ήτο ήδη μεσημβρία, και ο ήλιος εμεσουράνει…. Έκαιεν υψηλά, υπεράνω της κορυφής της δρυός, ήτις ήτο σκιά αδιαπέραστος… Από τον αντικρινόν λόφον ήκουσα φωνήν να με καλεί εξ ονόματος.
Ήτο εις μικρός βοσκός, με την κάππαν του, με την στραβολέκαν του, και με δέκα αίγας, τας οποίας ωδήγει. Μου εφώναξεν ότι ο πατήρ μου με ανεζήτει ανήσυχος, και, να τρέξω, να φθάσω ταχέως εκεί κάτω….
Δεν ενόησα τίποτε από το μαντικόν όνειρον. Αργότερα εδιδάχθην από εγχειρίδιον Μυθολογίας ότι η Αμαδρυάς συναποθνήσκει με την δρυν, εν ή ευρίσκεται ενσαρκωμένη…
Μετά πολλά έτη, όταν ξενιτευμένος από μακρού επέστρεψα εις το χωρίον μου, κι επεσκέφθην τα τοπία εκείνα, τα προσκυνητάρια των παιδικών αναμνήσεων, δεν εύρον πλέον ουδέ τον τόπον ένθα ήτο ποτε η Δρυς η Βασιλική, το πάγκαλον και μεγαλοπρεπές δένδρον, η νύμφη η ανάσσουσα των δρυμώνων.
Μία γραία με την ρόκαν της, με δύο προβατίνας τας οποίας έβοσκεν εντός αγρού πλησίον, ευρίσκετο εκεί, καθημένη έξωθεν της μικράς καλύβης της.
Όταν την ηρώτησα τι είχε γίνει το «Μεγάλο Δέντρο», το οποίον ήτον ένα καιρόν εκεί, μοι απήντησεν:
-Ο σχωρεμένος ο Βαργένης το έκοψε…μα κι εκείνος δεν είχε κάμει νισάφι με το τσεκούρι του· όλο θεόρατα δέντρα, τόσα σημαδιακά πράματα… Σαν το ΄κοψε κι ύστερα, δεν είδε χαΐρι και προκοπή. Αρρώστησε, και σε λίγες μέρες πέθανε… Το Μεγάλο Δέντρο ήτον στοιχειωμένο.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

(δυστυχώς άνευ πολυτονικού και εν μέρει
στην δημοτική, όπως το βρήκα στο διαδίκτυο)



Αυτοφυές δένδρο, αιωνόβιο και αρκετά ψηλό με γερές ρίζες· καρπός της, το γνωστό βελανίδι που χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή και στην βυρσοδεψία ήδη από τα αρχαία χρόνια.
Ο παγανισμός και η μεταφυσική του Παπαδιαμάντη συνδέεται με τις αρχαίες ελληνικές θεότητες, τις νύμφες των δέντρων, Δρυάδες. Σ' αυτές ανήκουν και οι Αμαδρυάδες, οι οποίες είχαν δεμένη την ζωή τους με μια βελανιδιά, γεννιούνταν μαζί με το δέντρο και πέθαιναν μαζί του. Σύμφωνα με την μυθολογία, το δέντρο της Αμαδρυάδος Χρυσοπέλειας κινδύνευε λόγω ενός ποταμού που είχε αλλάξει πορεία και προσπαθούσε να το ρίξει για να περάσει. Η νύμφη καλούσε απελπισμένη σε βοήθεια· το κλάμα της άκουσε ο Αρκάς που είχε βγει στο δάσος για κυνήγι. Έσπευσε να την βοήθησει προσπαθώντας να κυλήσει έναν παρακείμενο βράχο μέσα στο ρέμα για ν' αλλάξει τον ρου του ποταμού ώστε να μην απειλεί πια το δένδρο και την νύμφη. Με αρκετό κόπο, τα κατάφερε. Η Αμαδρυάς σώθηκε και ευχήθηκε στον Αρκά και στους απογόνους του (Αρκάδες) να ευημερήσουν - όπως κι έγινε.
Η κουφάλα της βελανιδιάς έδωσε καταφύγιο και σε 2 ζευγάρια θεϊκών διδύμων : στους Διόσκουρους, που μέσα σ' αυτήν παραμόνευσαν τους εχθρούς τους Ίδα και Λυγκέα, και στους Λεύκαστο και Παρράσιο, τους οποίους μετά την γέννησή τους τους πέταξαν στον Ευρύμανθο ποταμό και το ρεύμα τους παρέσυρε στην κουφάλα του δέντρου σώζοντάς τους.
Τόσο ιερή θεωρούνταν που το μαντείο της Δωδώνης, στην αρχική του μορφή, αποτελούνταν μόνο από μια ιερή φηγό (δρυ). Ο τρόπος μαντικής διενεργούνταν με την ερμηνεία του θροΐσματος των φύλλων της και των κελαηδησμάτων των πουλιών που κατοικούσαν στο φύλλωμά της.
Και στην βόρεια μυθολογία η δρυς κατείχε ξεχωριστή θέση, ως δέντρο αφιερωμένο στον θεό του κεραυνού Θορ, καθώς το ύψος του, αλλά και η χαμήλη ηλεκτρική αντίστασή του το άφηνε εκτεθειμένο στους κεραυνούς (συχνά συνδέεται και με τον Δία για τους ίδιους λόγους).
Για τους Κέλτες, η βελανιδιά συμβολίζει την πύλη μεταξύ των δύο κόσμων· ακόμα, ήταν σύμβολο της αλήθειας και της γνώσεως γι' αυτό και θεωρούνταν ιερό από τους Δρυίδες (το όνομα των οποίων προέρχεται από την ελληνική λέξη δρυς). Κατά την αλλαγή του χρόνου, συνήθιζαν να χαράσουν έναν κύκλο στον κορμό των βελανιδιών για να τις προστατέψουν από τους κεραυνούς. Στις κέλτικες κοινωνίες, οι πόρτες από ξύλο δρυός εκτελούσαν χρέη φρουρού εμποδίζοντας το κακό να εισέλθει στις οικίες.
Τέλος, στην αρχαία Ρώμη οι νικητές στρατηγοί παρήλαυναν με στεφάνι από φύλλα βελανιδιάς, τα οποία διατηρήθηκαν ως σύμβολα στρατιωτικής ισχύς μέχρι τις μέρες μας.




http://www.oakalleyplantation.com/



Δρυς και Αμαδρυάδες στην Τέχνη


John William Waterhouse - Hamadryad



John Everett Millais - The Prescribed Royalist



William Egley - The Talking Oak



Frank Kunishige - Hamadryad (Φωτογραφία)



Emile Jean Baptiste Bin - Hamadryad



Evelyn de Morgan - Dryad

Πέμπτη 13 Μαΐου 2010

Αέναος Ψίθυρος

Μακριά απο τους χίλιους απαίσιους θορύβους
θέλω να νιώσω ξανά τους ψιθύρους
μακριά από του χάους τα αποκομμένα
απ' τον ομφάλιο λώρο φρικώδη τέκνα

Πηγαίνω εκεί που θα αφουγκραστώ
τον εσώτερο κρυφό εαυτό
τους ψιθύρους του δάσους και του κοχυλιού
και το ελεύθερο τραγούδι πουλιού

Ανόητα έργα οι ανθρώποι φυτεύουν
και πόσο πολύ βαθιά το πιστεύουν
ότι κατέκτησαν του αιώνες και
θα μείνουν σαν αρχαίες κολώνες

Η Φύση όμως δεν φοβάται κανένα
και όσα δάση και αν γίνουν καμένα
μαζί τους ο βέβηλος θα χαθεί
Αυτή στους αιώνες θα αναγεννηθεί

Ουράνια ύψη και βελανιδιές
αγέρας σε απρόσιτες κορυφές
πόντος απέραντος σε νηνεμία
κάθε σκηνή να κρύβει σοφία

χίλιες μυριάδες όψεις του θείου
δίδαγμα κάθε ενάρετου βίου
το φυσικό, όχι το κτηνώδες
το πρώτο βήμα για το ιδεώδες

Από τα μέγιστα μέχρι τα απλά
Απ' τα αφανή, σπήλαια κρυφά
μέχρι το άρωμα λίγο δυόσμου
με εναρμονίζουν με την ψυχή του κόσμου

Λιγοστεύει η ζωή, πληθαίνει η ύλη
και οι Θεοί δεν είναι πια φίλοι
αν γεννηθείς όμως δεύτερη φορά
θα μπορέσεις να ακούσεις ξανά

Τον Πάνα την σύρριγγα να φυσά
και νύμφες να τραγουδούν απαλά
το πνεύμα της Γαίας δεν έχει πεθάνει
ο Ιουδαίος μονάχα μας έχει κουφάνει

του Ιουλιανού




Αιλουροειδή (Ά μέρος)


Προϊστορικοί προγόνοι

Οι γάτες ανήκουν στα θερμόαιμα θηλαστικά, που εξέλιχθηκαν πριν από περίπου 200 εκατομμύρια χρόνια από τα ψυχρόαιμα ερπετά, τα οποία προήλθαν από τα αμφίβια και τα ψάρια. Τα πρώτα θηλαστικά ήταν μικρόσωμα μέχρι την ύστερη εποχή των δεινοσαύρων, οπότε και επικράτησαν και εξαπλώθηκαν σ' όλον τον κόσμο, με κυρίαρχους τους ικανότερους κυνηγούς, τα σαρκοβόρα. Η ιδιότητα όλων των σαρκοβόρων είναι ο εξαιρετικός σχηματισμός των δοντιών τους κατάλληλα για τεμάχισμα και σχίσιμο του κρέατος. Σε αυτά περιλαμβάνονται είδη συγγενεύοντα με τον σκύλο (κυνοειδή - canidae) και την γάτα (αιλουροειδή - felidea) που τρέφονται συνήθως με άλλα σπονδυλωτά ζώα


Η εξέλιξη της γάτας. Δεξιά βρίσκονται τα παράλληλα χρονικά γεγονότα.
Η βιολογική κατάταξη είναι: Θηλαστικά - σαρκοβόρα - αιλουροειδή - αιλουρίδες.


Οι Άγριες Γάτες

Μέσα στις οικογένειες, τα ζώα ταξινομούνται σε γένη και με την σειρά τους τα γένη σε είδη, που αριθμούνται σε 38, μαζί με την κατοικίδια γάτα.

Γένη:

Panthera: Συμπεριλαμβάνονται οι μεγάλες γάτες με το ειδικό γλωσσικό κόκκαλο που τους δίνει την ικανότητα βρυχηθμού.

Αίλουρος/Felis: Είναι όλες οι μικρές γάτες χωρίς το κόκκαλο των panthera, εκτός από το puma που είναι στο μέγεθος της λεοπάρδαλης αλλά δεν βρυχάται.

Ακανθόνυχα/Acinonyx: Ανήκει μόνο ο γατόπαρδος λόγω των νυχιών του που τον βοηθούν στο γρήγορο τρέξιμό του.

Neofelis: Οι λεοπαρδάλεις.

Λύγκα/Lynx: Οι γάτοι με κοντή ουρά και ένα χαρακτηριστικό σκούρο τουφάκι τριχών στ'αυτιά τους (Ο υποεξαφάνιση λύγκας της χώρας μας ανήκει εδώ).

Leopardus: Ανήκουν τα είδη που έχουν 36 χρωμοσώματα αντί για τα 38 που έχουν οι υπόλοιπες.

Τα άγρια αιλουροειδή κατοικούν σε όλα σχεδόν τα οικοσυστήματα εκτός από τις τούνδρες χωρίς δένδρα και την Ανταρκτική. Είναι νυκτόβια και μοναχικά θηλαστικά. Η καθημερινότητά τους περιλαμβάνει τον εντοπισμό λείας και τον σχεδιασμό επίθεσης. Αντέχουν μέρες χωρίς τροφή, αλλά όταν πιάσουν το θήραμά τους, καταναλώνουν όσο περισσότερη μπορούν.

Αρσενικές και θηλυκές προσεγγίζονται μόνο κατά την περίοδο του ζευγαρώματος. Οι θηλυκές μαρκάρουν διάφορα σημεία με ούρα για να δώσουν σήμα στα αρσενικά πως είναι έτοιμες • τα αρσενικά τις βοηθούν να ξεπεράσουν την εκ φύσεως επιφυλακτικότητά τους «κρύβοντας» ευωδιές στην μαρκαρισμένη περιοχή για να τις διεγείρουν (η αίσθηση της όσφρησης χρησιμοποιείται αποκλειστικά γι'αυτό το σκοπό και όχι για κυνήγι). Έπεται μια περίοδος ερωτοτροπίας με πολλές στιγμές τρυφερότητας εναλλασσόμενες με άγριες διενέξεις. Το ζευγάρωμα γίνεται όπως και στις κατοικίδιες, το αρσενικό σκαρφαλώνει πάνω στο θηλυκό γραπώνοντάς την από το σβέρκο με τα δόντια του.

Η περίοδος κυοφορίας διαφέρει ανά είδος, αλλά γενικά κυμαίνεται από 9 εβδομάδες μέχρι 16 • αριθμός των νεογνών επίσης. Γεννιούνται τυφλά σαν τις κατοικίδιες, με την διαφορά ότι τα άγρια νεογνά έχουν τρίχωμα. Την φροντίδα τους αναλαμβάνει αποκλειστικά η μητέρα μέχρι να είναι έτοιμα να την ακολουθήσουν στο κυνήγι όπου μαθαίνουν γρήγορα πως να σκοτώνουν την λεία. Τα μικρά μένουν μαζί της τουλάχιστον 6 μήνες ώσπου να γίνουν αυτόνομα.

Κάθε αιλουροειδές κυνηγάει με διαφορετικό τρόπο το θήραμά του. Το ένστικτο του κυνηγιού είναι κληρονομικό • το μικρό παίζει με ο,τιδήποτε κινείται και οι κινήσεις του μοιάζουν με επιθετικό κέντρισμα. Οι τεχνικές-παιχνίδι έχουν να κάνουν με κυνήγι, ύπουλη καταδίωξη, εφόρμηση, άρπαγμα, καθήλωση και σκότωμα. Πρέπει να τα μάθει όλα τέλεια προτού αφήσει την προστασία της μητέρας.


Φυσικά Χαρακτηριστικά και Ικανότητες

Το τρίχωμα ποικίλει ανάλογα με τα είδη όσον αφορά στο χρώμα του, το πάχος και τα μοτίβα. Το πάχος αλλάζει ανάλογα με το κλίμα στο οποίο ζουν, με τα αιλουροειδή των ψυχρών κλιμάτων να έχουν αρκετά πυκνό και παχύ στρώμα τριχώματος. Το χρώμα τους κυμαίνεται από ανοιχτό γκρι μέχρι καφέ και τα μοτίβα που τα διακοσμούν είναι είτε κηλίδες είτε ρίγες ή ροζέτες.
Ιδιαίτερη λειτουργία έχουν και τα μουστάκια τους, καθώς τις βοηθούν στον προσανατολισμό, ειδικά την νύχτα.
Οι πατούσες τους είναι ειδικά διαμορφωμένες ώστε να μην ολισθαίνουν κατά την προσγείωση μετά από άλμα, στην οποία τους βοηθά και η ιδιαίτερα ευλύγιστη σπονδυλική τους στήλη καθώς τους επιτρέπει να στρέφουν ολόκληρο το σώμα τους. Τα νύχια τους μπαίνουν και βγαίνουν κατά βούληση από μια θήκη που υπάρχει στις πατούσες • ανασυρόμενα νύχια και μαλακές πατούσες (καρπιαίο μαξιλαράκι) βοηθούν τις μεγάλες γάτες να πλησιάζουν αθόρυβα την λεία τους.
Τα μάτια τους είναι μεγάλα και τοποθετημένα σε τέτοια θέση ώστε να προσφέρουν διοπτρική όραση και πολύ καλή νυχτερινή όραση.
Όσον αφορά στα αυτιά τους, διαθέτουν 32 μύες που τους επιτρέπουν όχι μόνο να κινούν το ένα αυτί ανεξάρτητα από το άλλο και προς διαφορετικές κατευθύνσεις, αλλά και να ακούν προς όλες τις κατευθύνσεις.
Η ουρά χρησιμεύει ως αντίβαρο στην εκτέλεση γρήγορων κινήσεων ώστε να διατηρούν την ισορροπία τους.
Για την καθαριότητα και τον καλλωπισμό τους χρησιμοποιούν την γλώσσα τους, η οποία διαθέτει εκφύματα με κερατίνη.

Συνεργασία : A. S.


White Tiger




Cheetah




Leopard




Puma (Cougar)




Caracal




Panther




Jaguar




Lynx




Snow Leopard



Lion




Tiger