Τα δίθυρα αυτά μαλάκια ανήκουν στο γένος Μελεαγρίνη. Είναι φιλτρο-τροφoδότες• παγιδεύουν τα μόρια του νερού στην βλέννα ενός βραγχίου τους και από εκεί τα μεταφέρουν στο στόμα τους. Αναπνέουν χρησιμοποιώντας τα βράγχυα και τον μανδύα τους εξάγοντας οξυγόνο από το ύδωρ και αποβάλλοντας διοξείδιο του άνθρακα. Διαχωρίζονται σε φύλα, ωστόσο, μικροσκοπική εξέταση κηλιδών και ιστολογικές έρευνες έχουν παρατηρήσει αλλαγή φύλου σ' ορισμένους τύπους στρειδιών, προς το τέλος της περιόδου ωοτοκίας.
Ο μανδύας, μέρος του οργανισμού του στρειδιού, παρέχει αποθηκευτικό χώρο για τις θρεπτικές ουσίες που θα χρειαστεί για να επιβιώσει και οικοδομεί το εξωτερικό κέλυφος για προστασία. Το κέλυφος, αποτελείται από τρία στρώματα ασβεστίου που αναπτύσσονται μαζί με το μαλάκιο.
Τα επιθηλιακά κύτταρα που συναρμολογούν το κέλυφος, είναι και οι ουσιαστικοί παραγωγοί των μαργαριταριών. Όταν κάποιος εισβολέας, διαπεράσει ολόκληρο το κέλυφος και παρασύρει μαζί του, μερικά από τα επιθηλιακά κύτταρα του εξωτερικού μέρους του μανδύα, στο εσωτερικό του οργανισμού, τότε αυτά θα πολλαπλασιαστούν, θα εσωκλείσουν τον εισβολέα και σταθερά, θα τον επικαλύπτουν με ομόκεντρα, διαδοχικά στρώματα μαργάρου, ώσπου να ολοκληρωθεί το μαργαριτάρι. Η όλη διαδικασία δημιουργίας του μαργαριταριού αποτελεί για το στρείδι τρόπο άμυνας και εξολόθρευσης των παρασίτων που εισχωρούν σε αυτό.Η διαδικασία αυτού του αμυντικού μηχανισμού σε βίντεο
Όσο λεπτότερα και πιο πολλά τα στρώματα του μαργαριταριού, τόσο καλύτερη είναι η στιλπνότητά του. Ο ιριδισμός, προκαλείται από τα διαδοχικά στρώματα ασβεστίου στην επιφάνεια των οποίων προσπίπτει το φως, ενώ η λάμψη τους εξαρτάται από την αντανάκλαση, την περίθλαση και την διάθλαση του φωτός στα ημιδιάφανα στρώματα.
Εμφανίζονται σε πολλά μεγέθη και σχήματα, που κυμαίνονται από την 6 εκ. Μελεαγρίνη η ακτινωτή (Pinctada Radiata), ως την 30 εκ. Μελεαγρίνη η Μέγιστη (Pinctada Maxima) των Νοτίων θαλασσών.
Η αξία τους καθορίζεται βάσει του μεγέθους τους και της προέλευσής τους· σπουδαιότερα θεωρούνται αυτά που προέρχονται από την άγρια φύση, τα οποία μπορούν να βρεθούν στα χρώματα του μαύρο, γαλαζωπό, μπρούτζινο, κρεμ, πρασινωπό, γκρι, ροζ, λιλά, αργυρόχρωμο, λευκό· ακολουθούν αυτά των θαλασσινών καλλιεργειών με τα πρόσθετα χρώματα του μωβ και του κίτρινου. Μικρότερης αξίας είναι τα παραγόμενα από τα μαργαριτοφόρα όστρακα του γλυκού νερού, τα μύδια, και βρίσκονται στο χρώμα του καφέ, του γαλαζωπού, του πρασινωπού, του γκρι, του λιλά, του μωβ, του ροζ, του λευκού και του κίτρινου.
Τα μαργαριτάρια ήταν γνωστά από την αρχαιότητα. Ο Μεγασθένης (4ος αιώνας π.Χ.), βρισκόμενος στην Ινδία ως πρέσβης του βασιλιά Σελευκίδη, γράφει πως «το νησί Ταπροβάνη (της Σρι Λάνκα) παράγει περισσότερη ποσότητα μαργαριταριών και χρυσού από ότι οι Ινδία».
Κατά τη Ρωμαική περίοδο, στόλιζαν τις γυναίκες των υψηλών τάξεων, ενώ η αξία τους εξυψώθηκε κατά την περίοδο του Ιουλίου Καίσαρα· λέγεται πως, η Κλεοπάτρα διέλυσε ένα μαργαριτάρι μέσα στο κρασί της και το ήπιε, για να αποδείξει τον έρωτά της στον Μάρκο Αντώνιο. Ο Ρωμαίος Στρατηγός Βιτέλλιος, χρηματοδότησε μια ολόκληρη πολεμική εκστρατεία, πουλώντας μόνο ένα από τα σκουλαρίκια μαργαριταριών της μητέρας του.
Οι πρώτοι που επιδόθηκαν στο κυνήγι μαργαριταριών ήταν οι Κινέζοι και οι Ινδοί. Αργότερα, την εποχή των Ανακαλύψεων, ο Περσικός κόλπος (Βενεζουέλα και Παναμάς), αναδείχθηκε σε μία από τις κυριότερες πηγές άγριων μαργαριταριών χάρη στα ταξίδια του Χριστόφορου Κολόμβου και του Βάσκο ντε Μπoλπόα.
Πριν να δημιουργηθούν οι καλλιέργειες των μαργαριταριών, προς το τέλος του 19ου αι., τα μαγαριτάρια ήταν σπάνια και πολύτιμα, διαθέσιμα μόνο στους αριστοκράτες και τους πολύ πλούσιους. Σήμερα, το 95% της παγκόσμιας αγοράς των μαργαριταριών συνίσταται σε καλλιέργειες και μόνο σε λιγοστές χώρες της Μέσης Ανατολής υπάρχει ενδιαφέρον για κυνήγι άγριων μαργαριταριών.
Το μυστικό της καλλιέργειας των μαργαριταριών, ανακαλύφτηκε από τους τρεις Ιάπωνες Kikichi Mikimoto, Tokichi Nishikawa και Tatsuhei Mise. Ο Mikimoto, εξαγόρασε τα δικαιώματα των άλλων δύο και ξεκίνησε μια τεράστια επιχείρηση, γνωστή ως «Mikimoto» που μέχρι σήμερα παραμένει το κέντρο των καλύτερων καλλιεργημένων μαργαριταριών στον Κόσμο. Η μέθοδος που χρησιμοποιείται ονομάζεται Mise/Nishikawa προς τιμήν των άλλων δύο.
Ο Μικιμότο λέγεται ότι κατάπινε 2 μαργαριτάρια κάθε μέρα της ζωής του από την ηλικία των είκοσι, για την διατήρηση και την βελτίωση της υγείας του. Οι Κινέζοι τα χρησιμοποιούν ως συστατικά στα φάρμακά τους εδώ και χιλιάδες χρόνια.
Ο Άγγλος φιλόσοφος Φραγκίσκος Βάκων (1561 - 1626) σύστησε το μαργαριτάρι σε σκόνη, διαλυμένο σε χυμό λεμονιού. Παρέχει ασβέστιο, μεταλλικά άλατα, αμινοξέα και βιταμίνη C.
Τα μαργαριτοφόρα στρείδια δεν είναι βρώσιμα, όμως βρίσκονται στη σύσταση χρωμάτων, φαρμάκων και καλλυντικών.
Αυτό το πολύτιμο πετράδι της γης κατείχε ξεχωριστή θέση σε αρκετές θρησκείες του κόσμου. Σύμφωνα με την Ινδουιστική μυθολογία, ο ίδιος Κρίσνα ανακάλυψε το πρώτο μαργαριτάρι το οποίο και χάρισε στην κόρη του την ημέρα του γάμου της ως σύμβολο αγνότητας και αγάπης.
Στην ισλαμική θρησκεία κατέχει ακόμα πιο υψηλή θέση, καθώς σύμφωνα με το Κοράνι, τα μαργαριτάρια θα είναι ένα από τα δώρα του Παραδείσου· γι’ αυτό και αναδείχθηκε σε σύμβολο της τελειότητας.
Και ο Χριστιανισμός υιοθέτησε το μαργαριτάρι ως σύμβολο αγνότητας και μάλιστα ο Ιησούς παρομοίασε το βασίλειο των Ουρανών με ένα μαργαριτάρι αμύθητης αξίας.
Τέλος, η βουδιστική λογοτεχνία το αναφέρει ως έναν από τους οκτώ θησαυρούς, σύμβολο των αγνών προθέσεων. Ακόμα, το θεωρούσαν ως το τρίτο μάτι ή την καρδιά του Βούδα.
Επιμέλεια : A.S.
---------------
Το Μαργαριτάρι στην Τέχνη
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
ΑπάντησηΔιαγραφή