Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2010

Η Αισθητική του Περιβάλλοντος

Arnold Berleant
Εκδόσεις Μιχελή

(αποσπάσματα)

ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΩΣ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ

Η αισθητική, με την έννοια της θεωρίας περί των τεχνών, θα λέγαμε ότι μάλλον έχει ελάχιστη σχέση με την μελέτη του περιβάλλοντος. Πράγματι, από μία επιφανειακή σκοπιά, δεν φαίνεται να υπάρχει η παραμικρή σχέση ανάμεσα σε αυτούς τους δύο τομείς. Η Πρώτη, η αισθητική, είναι μια επιστήμη για έναν περιορισμένο κύκλο ειδικών, η οποία διερευνά την μορφή και το νόημα των τεχνών από φιλοσοφική σκοπιά. Και οι τέχνες, ο,τιδήποτε άλλο και αν αποτελούν, για τους περισσότερους ανθρώπους συνιστούν την επιτομή της κατασκευαστικής δεξιοτεχνίας, αφού ασχολούνται με την επεξεργασία υλικών όπως η πέτρα, το ξύλο, το μέταλλο, το χρώμα, ο ήχος και οι λέξεις – επεξεργασία η οποία μεταβάλλει ριζικά την συνήθη μορφή των υλικών. Κάτι τέτοιο φαίνεται ότι πόρρω απέχει από το περιβάλλον, αφού το περιβάλλον στην πιο καθαρή μορφή του υποδηλώνει τον φυσικό κόσμο, ενώ οι τέχνες αντιπροσωπεύουν το αποκορύφωμα του τεχνητού.
Αυτή η φαινομενική ασυμφωνία κρύβει στην πραγματικότητα βαθιά συνάφεια. Αυτό που εκ πρώτης όψεως φαίνεται ως η αντιπαράθεση δύο τελείως διαφορετικών κόσμων, ύστερα από βαθύτερη σκέψη αποδεικνύεται ότι είναι μια πολύπλοκη σχέση αμοιβαίας υποστήριξης. Η αισθητική περιλαμβάνει εκ παραδόσεως στο πεδίο της έρευνάς της, εκτός από την φιλοσοφία της τέχνης, και την αποτίμηση επιπλέον του ωραίου και του υψηλού στην φύση. Με εξαίρεση όμως τον Καντ, τον Σέλλινγκ, και ελάχιστους άλλους, το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας έχει στραφεί προς τις τέχνες και όχι προς τον φυσικό κόσμο. Ωστόσο, οι σχέσεις μεταξύ αισθητικής και περιβάλλοντος είναι προκλητικά εμφανείς. Όταν αναφωνούμε με θαυμασμό μπροστά στην εύθραυστη ομορφιά ενός κίτρινου αγριολούλουδου σε ένα ανοιξιάτικο δάσος, όταν θαυμάζουμε τον κυματισμό ενός απέραντου λιβαδιού, όταν παρακολουθούμε με σιωπηρό δέος ένα λαμπρό ηλιοβασίλεμα, ή όταν οδηγούμε το αυτοκίνητό μας σε έναν δρόμο που ακολουθεί τις καμπύλες των λόφων κατά μήκος της κοιλάδας ενός ποταμού, αυτό που κάνουμε είναι να εφαρμόζουμε την αισθητική αποτίμηση του περιβάλλοντος. Αισθητικές ιδέες υπεισέρχονται στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε τέτοιου είδους εμπειρίες, όπως και όταν παρακολουθούμε έκθαμβοι τα κύματα που σπάνε σε μια ανεμοδαρμένη ακτή του Μέιν, τους ορμητικούς χείμαρρους νερού που χύνονται στους καταρράκτες του Νιαγάρα […]

Η ίδια η έννοια του περιβάλλοντος είναι προβληματική. Σε τι συνίσταται το περιβάλλον ; Η συνήθης απάντηση ότι αποτελείται από το φυσικό περίγυρο προφανώς δεν αρκεί, διότι παραβλέπει το εξής γεγονός : αν και η ζωή των περισσοτέρων ανθρώπων είναι απομακρυσμένη από οποιοδήποτε φυσικό στοιχείο, όλοι οι άνθρωποι εμπλέκονται στο περιβάλλον. Εξάλλου, το φυσικό στοιχείο είναι και δύσκολο να προσδιοριστεί, αφού η φύση, με την έννοια του ανεπηρέαστου από την ανθρώπινη παρέμβαση τοπίου έχει προ πολλού εξαφανιστεί σχεδόν από κάθε περιοχή του βιομηχανοποιημένου κόσμου. Οι περισσότεροι αγριότοποι δεν αποτελούν παρθένα φύση, αλλά είναι περιοχές που αντανακλούν τις ορατές σήμερα συνέπειες της παλιότερης ανθρώπινης δράσης, όπως η εκχέρσωση της γης, η διάβρωση του εδάφους, η απογύμνωση του υπεδάφους από τον ορυκτό πλούτο, η αναδάσωση, η όξινη βροχή, οι μεταβολές στην επιφάνεια της ξηράς και στην κατανομή του νερού, οι αλλοιώσεις του κλίματος εξαιτίας της εκτεταμένης δόμησης στις αστικές περιοχές, η εισαγωγή νέων ειδών χλωρίδας και πανίδας, και σήμερα η καταστροφή του στρώματος του όζοντος, από τις επιπτώσεις της οποίας στην παγκόσμια υπερθέρμανση και στην αύξηση της ηλιακής ακτινοβολίας δεν υπάρχει περιοχή του πλανήτη που να μην κινδυνεύει. […]

Ίσως να έχει γίνει ήδη φανερό ότι συνήθως δεν μιλώ για «το» περιβάλλον. Παρ’ όλο που αυτός είναι ο πιο συνηθισμένος τρόπος με τον οποίο αναφερόμαστε σε αυτό, εμπεριέχει ένα κρυμμένο νόημα που είναι σε μεγάλο βαθμό η αιτία της δυσκολίας που αντιμετωπίζουμε. Και αυτό γιατί η παρουσία του οριστικού άρθρου αντικειμενοποιεί το περιβάλλον· το μετατρέπει σε μια οντότητα την οποία μπορούμε να σκεφτόμαστε και με την οποία μπορούμε να συναλλασσόμαστε σαν να ήταν ανεξάρτητη και έξω από εμάς. Που όμως μπορούμε να εντοπίσουμε «το» περιβάλλον ; Που βρίσκεται το «έξω» στην προκειμένη περίπτωση ; Είναι μήπως το τοπίο που με περιβάλλει ως προς την θέση στην οποία βρίσκομαι ; Είναι ο κόσμος έξω από το παράθυρό μου ; Οι τοίχοι του δωματίου και του σπιτιού μου ; Τα ρούχα που φορώ ; Ο αέρας που αναπνέω ; Το φαγητό που τρώω ; Όμως το φαγητό μεταβολίζεται και μετατρέπεται σε σώμα μου, ο αέρας γεμίζει τους πνεύμονές μου και μπαίνει στην κυκλοφορία του αίματός μου, τα ρούχα μου δεν είναι μόνο το εξωτερικό περίβλημα του δέρματός μου, αλλά συμπληρώνουν και προσδιορίζουν το παρουσιαστικό μου, την προσωπικότητά μου, την αίσθηση του εαυτού μου. Το δωμάτιό μου το διαμέρισμά μου ή το σπίτι μου ορίζουν τον προσωπικό μου χώρο και κόσμο. Και το τοπίο μέσα στο οποίο κινούμαι καθώς περπατώ, οδηγώ ή πετώ με το αεροπλάνο είναι επίσης ο κόσμος μου, και ρυθμίζεται από τον τρόπο που κατανοώ τα πράγματα, ορίζεται από τις κινήσεις μου, και διαπλάθει τους μυς μου, τα αντανακλαστικά μου, την εμπειρία μου, την συνείδησή μου, την ίδια στιγμή που εγώ προσπαθώ να επιβάλω σ’ αυτόν την θέλησή μου. Είναι γεγονός ότι πολλοί από εμάς περνούν μεγάλο μέρος της ζωής τους μέσα στον ηλεκτρονικό χώρο της τηλεόρασης και των δικτύων από υπολογιστές. «Το» περιβάλλον, ένας από τους τελευταίους επιζώντες του δυϊσμού σώματος – νου, ένας μακρινός τόπος τον οποίο νομίζουμε ότι ατενίζουμε από μακριά, αναλύεται σε ένα πολύπλοκο δίκτυο από σχέσεις, συνδέσεις, και συνέχειες εκείνων των φυσικών, κοινωνικών και πολιτισμικών συνθηκών που περιγράφουν τις πράξεις μου, τις αντιδράσεις μου, την αυτοσυνειδησία μου, και δίνουν τελικά μορφή και περιεχόμενο στην ίδια μου την ζωή. Γιατί δεν υπάρχει εξωτερικός κόσμος. Δεν υπάρχει καν έξω. Ούτε υπάρχει ένα εσώτατο άδυτο στο οποίο μπορώ να καταφύγω για να προστατευθώ από εχθρικές εξωτερικές δυνάμεις. Ο αντιλαμβανόμενος (νους) είναι μια όψη του αντιληπτού (σώμα) και αντιστρόφως· πρόσωπο και περιβάλλον αποτελούν συνέχεια το ένα του άλλου.

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

Mαργαριτάρι

Τα δίθυρα αυτά μαλάκια ανήκουν στο γένος Μελεαγρίνη. Είναι φιλτρο-τροφoδότες• παγιδεύουν τα μόρια του νερού στην βλέννα ενός βραγχίου τους και από εκεί τα μεταφέρουν στο στόμα τους. Αναπνέουν χρησιμοποιώντας τα βράγχυα και τον μανδύα τους εξάγοντας οξυγόνο από το ύδωρ και αποβάλλοντας διοξείδιο του άνθρακα. Διαχωρίζονται σε φύλα, ωστόσο, μικροσκοπική εξέταση κηλιδών και ιστολογικές έρευνες έχουν παρατηρήσει αλλαγή φύλου σ' ορισμένους τύπους στρειδιών, προς το τέλος της περιόδου ωοτοκίας.
Ο μανδύας, μέρος του οργανισμού του στρειδιού, παρέχει αποθηκευτικό χώρο για τις θρεπτικές ουσίες που θα χρειαστεί για να επιβιώσει και οικοδομεί το εξωτερικό κέλυφος για προστασία. Το κέλυφος, αποτελείται από τρία στρώματα ασβεστίου που αναπτύσσονται μαζί με το μαλάκιο.

Τα επιθηλιακά κύτταρα που συναρμολογούν το κέλυφος, είναι και οι ουσιαστικοί παραγωγοί των μαργαριταριών. Όταν κάποιος εισβολέας, διαπεράσει ολόκληρο το κέλυφος και παρασύρει μαζί του, μερικά από τα επιθηλιακά κύτταρα του εξωτερικού μέρους του μανδύα, στο εσωτερικό του οργανισμού, τότε αυτά θα πολλαπλασιαστούν, θα εσωκλείσουν τον εισβολέα και σταθερά, θα τον επικαλύπτουν με ομόκεντρα, διαδοχικά στρώματα μαργάρου, ώσπου να ολοκληρωθεί το μαργαριτάρι. Η όλη διαδικασία δημιουργίας του μαργαριταριού αποτελεί για το στρείδι τρόπο άμυνας και εξολόθρευσης των παρασίτων που εισχωρούν σε αυτό.

Η διαδικασία αυτού του αμυντικού μηχανισμού σε βίντεο




Όσο λεπτότερα και πιο πολλά τα στρώματα του μαργαριταριού, τόσο καλύτερη είναι η στιλπνότητά του. Ο ιριδισμός, προκαλείται από τα διαδοχικά στρώματα ασβεστίου στην επιφάνεια των οποίων προσπίπτει το φως, ενώ η λάμψη τους εξαρτάται από την αντανάκλαση, την περίθλαση και την διάθλαση του φωτός στα ημιδιάφανα στρώματα.
Εμφανίζονται σε πολλά μεγέθη και σχήματα, που κυμαίνονται από την 6 εκ. Μελεαγρίνη η ακτινωτή (Pinctada Radiata), ως την 30 εκ. Μελεαγρίνη η Μέγιστη (Pinctada Maxima) των Νοτίων θαλασσών.
Η αξία τους καθορίζεται βάσει του μεγέθους τους και της προέλευσής τους· σπουδαιότερα θεωρούνται αυτά που προέρχονται από την άγρια φύση, τα οποία μπορούν να βρεθούν στα χρώματα του μαύρο, γαλαζωπό, μπρούτζινο, κρεμ, πρασινωπό, γκρι, ροζ, λιλά, αργυρόχρωμο, λευκό· ακολουθούν αυτά των θαλασσινών καλλιεργειών με τα πρόσθετα χρώματα του μωβ και του κίτρινου. Μικρότερης αξίας είναι τα παραγόμενα από τα μαργαριτοφόρα όστρακα του γλυκού νερού, τα μύδια, και βρίσκονται στο χρώμα του καφέ, του γαλαζωπού, του πρασινωπού, του γκρι, του λιλά, του μωβ, του ροζ, του λευκού και του κίτρινου.



Τα μαργαριτάρια ήταν γνωστά από την αρχαιότητα. Ο Μεγασθένης (4ος αιώνας π.Χ.), βρισκόμενος στην Ινδία ως πρέσβης του βασιλιά Σελευκίδη, γράφει πως «το νησί Ταπροβάνη (της Σρι Λάνκα) παράγει περισσότερη ποσότητα μαργαριταριών και χρυσού από ότι οι Ινδία».
Κατά τη Ρωμαική περίοδο, στόλιζαν τις γυναίκες των υψηλών τάξεων, ενώ η αξία τους εξυψώθηκε κατά την περίοδο του Ιουλίου Καίσαρα· λέγεται πως, η Κλεοπάτρα διέλυσε ένα μαργαριτάρι μέσα στο κρασί της και το ήπιε, για να αποδείξει τον έρωτά της στον Μάρκο Αντώνιο. Ο Ρωμαίος Στρατηγός Βιτέλλιος, χρηματοδότησε μια ολόκληρη πολεμική εκστρατεία, πουλώντας μόνο ένα από τα σκουλαρίκια μαργαριταριών της μητέρας του.

Οι πρώτοι που επιδόθηκαν στο κυνήγι μαργαριταριών ήταν οι Κινέζοι και οι Ινδοί. Αργότερα, την εποχή των Ανακαλύψεων, ο Περσικός κόλπος (Βενεζουέλα και Παναμάς), αναδείχθηκε σε μία από τις κυριότερες πηγές άγριων μαργαριταριών χάρη στα ταξίδια του Χριστόφορου Κολόμβου και του Βάσκο ντε Μπoλπόα.
Πριν να δημιουργηθούν οι καλλιέργειες των μαργαριταριών, προς το τέλος του 19ου αι., τα μαγαριτάρια ήταν σπάνια και πολύτιμα, διαθέσιμα μόνο στους αριστοκράτες και τους πολύ πλούσιους. Σήμερα, το 95% της παγκόσμιας αγοράς των μαργαριταριών συνίσταται σε καλλιέργειες και μόνο σε λιγοστές χώρες της Μέσης Ανατολής υπάρχει ενδιαφέρον για κυνήγι άγριων μαργαριταριών.
Το μυστικό της καλλιέργειας των μαργαριταριών, ανακαλύφτηκε από τους τρεις Ιάπωνες Kikichi Mikimoto, Tokichi Nishikawa και Tatsuhei Mise. Ο Mikimoto, εξαγόρασε τα δικαιώματα των άλλων δύο και ξεκίνησε μια τεράστια επιχείρηση, γνωστή ως «Mikimoto» που μέχρι σήμερα παραμένει το κέντρο των καλύτερων καλλιεργημένων μαργαριταριών στον Κόσμο. Η μέθοδος που χρησιμοποιείται ονομάζεται Mise/Nishikawa προς τιμήν των άλλων δύο.
Ο Μικιμότο λέγεται ότι κατάπινε 2 μαργαριτάρια κάθε μέρα της ζωής του από την ηλικία των είκοσι, για την διατήρηση και την βελτίωση της υγείας του. Οι Κινέζοι τα χρησιμοποιούν ως συστατικά στα φάρμακά τους εδώ και χιλιάδες χρόνια.
Ο Άγγλος φιλόσοφος Φραγκίσκος Βάκων (1561 - 1626) σύστησε το μαργαριτάρι σε σκόνη, διαλυμένο σε χυμό λεμονιού. Παρέχει ασβέστιο, μεταλλικά άλατα, αμινοξέα και βιταμίνη C.
Τα μαργαριτοφόρα στρείδια δεν είναι βρώσιμα, όμως βρίσκονται στη σύσταση χρωμάτων, φαρμάκων και καλλυντικών.

Αυτό το πολύτιμο πετράδι της γης κατείχε ξεχωριστή θέση σε αρκετές θρησκείες του κόσμου. Σύμφωνα με την Ινδουιστική μυθολογία, ο ίδιος Κρίσνα ανακάλυψε το πρώτο μαργαριτάρι το οποίο και χάρισε στην κόρη του την ημέρα του γάμου της ως σύμβολο αγνότητας και αγάπης.
Στην ισλαμική θρησκεία κατέχει ακόμα πιο υψηλή θέση, καθώς σύμφωνα με το Κοράνι, τα μαργαριτάρια θα είναι ένα από τα δώρα του Παραδείσου· γι’ αυτό και αναδείχθηκε σε σύμβολο της τελειότητας.
Και ο Χριστιανισμός υιοθέτησε το μαργαριτάρι ως σύμβολο αγνότητας και μάλιστα ο Ιησούς παρομοίασε το βασίλειο των Ουρανών με ένα μαργαριτάρι αμύθητης αξίας.
Τέλος, η βουδιστική λογοτεχνία το αναφέρει ως έναν από τους οκτώ θησαυρούς, σύμβολο των αγνών προθέσεων. Ακόμα, το θεωρούσαν ως το τρίτο μάτι ή την καρδιά του Βούδα.


Επιμέλεια : A.S.
---------------

Το Μαργαριτάρι στην Τέχνη



Johannes Vermeer - Girl with the Pearl Earring


William McGregor Paxton - Glow of Gold, Gleam of Pearl


Herbert Draper - The Water Baby

Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2010

Όλυμπος








Ὄλυμπε, ἀνήφορε τοῦ Δία,
τὸ χῶμα σου εἶναι μαῦρο
ζυμωμένο μ᾿ ὅλα τὰ χινόπωρα
τῶν καστανιῶν καὶ τῶν πλατάνων,
καὶ τὸ πόδι χώνεται βαθύτερα ἀπὸ τὸ ῾στραγάλι
γιὰ νὰ σ᾿ ἀνεβεῖ!

Ἀδιάκοπα
μὲ τὸ μαχαῖρι
-δαφνοτόμος
κισσοτόμος-
πρέπει νὰ κόβει τὸ στενό του μονοπάτι
μὲς ἀπ᾿ τὰ παλιούρια
ὅποιος γυρέψει νὰ σὲ ἰδεῖ!
Κι ἀπάνωθέ του σὰ λυροχορδὲς
οἱ κληματίδες ἀμποδᾶνε νὰ διαβεῖ


Άγγελος Σικελιανός, Ανεβαίνοντας τον Όλυμπο (Απόσπασμα)

Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2010

Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2010

Δελφοί









Μ' εν' άσβηστο χαμόγελο ήρτα ως σ' εσάς, Δελφοί!
Ο πετρωτός ανήφορος, που μόφεγγε στα σκότη της νύχτας
οπού ανέβαινα την τρομερή κορφή,
δεν είδε, απ' ότε εσώριασε η αυλή σας, τέτοια νιότη!

Σαν πλάτανος εσειόντανε με τ'άστρα ο ουρανός'
κι άστραφτε απάνου ο Παρνασσός ώσμε το πέλαο κάτου,
κι απ' τ' άστρα κι από τ' άστραμμα ο νους μου ο φωτεινός
έβλεπε πέρα απ' της ζωής τη μοίρα ή του θανάτου...

Κι απ' την κραυγή του γερακιού στην άγρια λαγκαδιά
που εχύμα από τα πετρωτά στο πρώτο χαραμέρι,
ώσμε της γης και του έλατου την τρίσβαθη ευωδιά
που πλήθαινεν απόβροχο το αυγερινόν αγέρι,

ώσμε το νέφι πούβρεξε περαστικό,
σα δρυ που στάει σ' αιφνίδιο ανέμισμα την αυγινή δροσιά του,
το νου μου στον ανήφορο γητέψαν, για να βρει, γαλήνιος,
την αληθινή, θεϊκή κορμοστασιά του

και να σταθεί προσμένοντας να δει μες στη σιγή
τον ίδιο Απόλλωνα άξαφνα στον Παρνασσό να βγαίνει,
κι όλος ο αγέρας να σειστεί στην πλάση
ως μια πηγή που της ταράζει τα νερά μια Νύφη διψασμένη!


Άγγελος Σικελιανός, Δελφικός Ύμνος (Απόσμασπα)