Σάββατο 5 Μαρτίου 2011

Αι μάγισσαι του Μεσαιώνος (A' Μέρος)

Εμμανούηλ Ροΐδης


Ο ημέτερος αιών ωνομάσθη, και δικαίως, ο αιών των ιστορικών ανορθώσεων. Σμήνος παραδοξολόγων Ηροδότων επιχειρούσι καθ' εκάστην να λευκάνωσι τους Αιθίοπας της ιστορίας, παριστώντες ημίν τον Νέρωνα, την Ειρήνην και τον Αλέξανδρον Βοργίαν ως συνετούς ηγεμόνας, τον Ιούδαν θύμα της ειμαρένης και αυτήν την Δαλιδάν ως πιστήν και τρυφεράν ερωμένην αρκεσθείσαν να ψαλιδίση την κόμην του εραστού της, ενώ η ενάρετος Ιουδίθ απέκοψεν ολόκληρον την κεφαλήν του Ολοφέρνους. Οι οπαδοί του συστήματος τούτου επιχειρούσιν υπέρ των ανθρώπων ό,τι επεχείρησαν υπέρ των ζώων οι εν Αμστελοδάμω λογιοτάτοι του ις' αιώνος, οι ανυμνήσαντες της άρκτου την πολυμάθειαν, του όνου την ευφυΐαν και του λέοντος την ημερότητα.
Αναλαμβάνοντες σήμερον το εγκώμιον της Μαγίσσης, ουδόλως αξιούμεν να κατατάξωμεν εαυτούς μετά των οπαδών της σχολής ταύτης, κατά τούτο διαφέροντες αυτών, ότι εκείνοι μεν, πλουσίαν και ακένωτον έχοντες την φαντασίαν, εξ αυτής ως επί το πολύ λαμβάνουσι τα επιχειρήματα αυτών, ημείς δε, αμοιρούντες ταύτης, αναγκαζόμεθα να λάβωμεν τα ημέτερα εκ των δικαστικών αρχείων του μεσαιώνος. Αι μάγισσαι, ως οι πρώτοι χριστιανοί, οι φιλόσοφοι, οι επιστήμονες και πάντες εν γένει οι ευεργέται της ανθρωπότητος, έχουσι το ιδιαίτερον αυτών μαρτυρολόγιον. Επτακισχίλιαι εις διάστημα τριών μηνών εκάησαν ζώσαι εν Τρέβη της Πρωσσίας, εν δε Γενεύη χίλιαι και πεντακόσιαι εν μία μόνη ημέρα, και εν Βαμβέργη τετρακόσιαι ερρίφθησαν επί της αυτής ανθρακιάς. Επι οκτώ όλους αιώνας καθ' όλην την Ευρώπην καπνίζουσιν αι πυραί νυχθημερόν, οι δε ανάπτοντες αυτάς ιερείς, ίνα διαιωνισθή το κλέος των, εφρόντισαν να συλλέξωσι και να κατατάξωσιν εις παχείς τόμους τα πρακτικά της δίκης. Τα εις μέγα φύλλον ταύτα μνημεία της ανθρωπίνης ανοησίας ωνόμασαν "Μάστιγας", "Σκέπαρνα", "Δάδας" και "Φραγέλλας". Εκεί θέλομεν εύρει την αληθή της Μαγίσσης εικόνα.


Examination of a witch - Thomkins H. Matteson

Οι αρχαίοι πριν οδηγήσωσι τα θύματα εις την σφαγήν εκόσμουν αυτά δια ταινιών και στεφάνων, αλλ' οι σφαγείς του μεσαιώνος, ίνα και αυτού του οίκτου στερήσωσι τα θύματά των, εφιλοτιμήθησαν απ' εναντίας ν' αποσπάσωσι προ παντός άλλου από του μετώπου αυτών την νεότητα και το κάλλος, τους δύο τούτους στεφάνους της γυναικός. Την μάγισσαν λέγουσιν ημίν άσχημον και γραίαν· αλλ' εις τους καταλόγους αυτών ευρίσκομεν μάγισσας εικοσαετείς, ετέρας δεκαεπταέτιδας και άλλας τοσούτον ωραίας, ώστε οι δικασταί ηναγκάζοντο να κλείωσι τους οφθαλμούς, "ίνα προφυλαχθώσιν από του σατανικού αυτών κάλλους". Μετά την επίσημον ταύτην μαρτυρίαν αυτών των δημίων, η απολογία καθίσταται δυνατή. Αι ρυτίδες και η ασχημία είναι τα μόνα της γυναικός θανάσιμα αμαρτήματα. Η εικών της Αφροδίτης ή και της Μεσσαλίνας ετάραξε πολλών μαθητών τα ονείρατα, αλλ' ουδείς, νομίζω, είδέ ποτε καθ' ύπνον την Ρέαν ή την κυρίαν Στάελ.

Πως εγεννήθη η μεσαιωνική μάγισσα ή μάλλον διατί η Πυθία και Σιβύλλα, αι ακτινοβόλοι αύται θυγατέρες των θεών, μετεβλήθησαν εις θυγατέρας δαιμόνων ; Διότι και τους θεούς μετέβαλεν εις δαίμονας η Εκκλησία. Οι αρχαίοι ελάτρευον και εθεοποίουν τον άνθρωπον και την φύσιν. Το φως του ήλιου, η χλόη των λειμώνων, ο φλοίσβος της θαλάσσης, το μειδίαμα της παρθένου, ο έρως της πατρίδος, ο οίκτος προς τους πάσχοντας, η φρόνησις, η ανδρεία εκαλούντο Απόλλων, Παν, Ποδειδών, Αφροδίτη, Ασκληπιός, Άρης, Αθηνά και είχον ναούς και θυσιαστήρια. Αλλ' άμα ενίκησεν ο χριστιανισμός, ευθύς έσπευσε να κρημνίση βωμούς και τεμένη, και φωνή μεγάλη ηκούσθη λέγουσα : "Απέθαναν οι θεοί" Και μη νομίση τις ότι η κραυγή αύτη εσήμαινεν ότι ονόματα μόνον εξέλιπον ή κατηργήθησαν απλώς οι τύπο της αρχαίας λατρείας. Απ' εναντίας η έρευνα των εκκλησιαστικών μνημείων πείθει ημάς ότι αυτήν την φύσιν απεστρέφετο ο χριστιανός, ότι χρυσή αυτού ελπίς και άσβεστος πόθος ήτο ο όλεθρος της οικουμένης, η έκλειψις της ζωής, η συντέλεια του αιώνος, ην παριστά ως εγγίζουσαν και ποθητήν. Ο νεόφυτος, ίνα αναρριχηθή εις τα ύψη της ιδανικής τελειότητος, ηναγκάζετο να πατήση επί των αισθημάτων εκείνων, άτινα υπό ποικίλα ονόματα εθεοποίουν οι πατέρες του, να προτιμά την στέρησιν της απολαύσεως, την έρημον της κοινωνίας, την δουλείαν της ελευθερίας, τον θάνατον της ζωής. Καταρώμενος την φύσιν άπασαν, ηναγκάζετο να θεωρή ως παγίδα του Σατανά την ευωδίαν του άνθους και το κελάδημα της αηδόνος. Και ενώ υπεχρεούτο ν' αποστρέφη τους οφθαλμούς του από της γης, ουδ' εις αυτόν τον ουρανόν ηδύνατο ν' αναπαύση αφόβως το βλέμμα, διότι κακεί είχε τοποθετήσει η Εκκλησία δαίμονας και πειρασμούς. Το θείον άστρον της πρωίας, το οποίον τοσάκις εφώτισε μετά μακράν αγρυπνίαν τον Αρχιμήδην ανευρίσκοντα τους νόμους της φύσεως ή τον Πλάτωνα ονευρευόμενον την αθανασίαν, είχε μεταβληθή εις βδελυρόν διάβολον ονόματι Εωσφόρον· ο δε αστήρ της εσπέρας, του οποίου η γλυκεία μαρμαρυγή εσήμαινεν εις τους θνητούς ότι έφθασεν η ώρα της αναπαύσεως ή της ηδονής, ήτο ο ακάθαρος δαίμων Αφροδίτη, όργανον πειραμού και απωλείας. Και αυτόν τον ουρανόν είχε κατορθώσει να μεταβάλη εις κόλασιν η Εκκλησία.


Η πυρετώδης αύτη κατάστασις, η ακατανόητος αύτη αποστροφή της φύσεως και ανατροπή πάντων των ανρθωπίνων αισθημάτων, αδύνατον ήτο επί πολύ να διαρκέση. Τούτο συναισθανόμενοι και οι Πατέρεες της Εκκλησίας προεμήνυον ως εγγίζουσαν την συντέλειαν του κόσμου. Αλλ' αι προθεσμίαι παρήρχοντο και η γη επέμενε να στρέφηται περί τον ήλιον και οι αστέρες να λάμπωσιν εις το στερέωμα· η δε ανθρωπότης, εφ' όσον διεδέχοντο τα έτη και οι αιώνες, αποσείουσα τον τρόμο της εγγιζούσης καταστροφής επέστρεφε βαθμηδόν εις την φυσικήν αυτής κατάστασιν ανακαλούσα τους πρώην θεούς και αναλαμβάνουσα τας εμφύτους αυτή ορμάς και ορέξεις. Η Εκκλησία είχε κηρύξει ότι απέθανον οι θεοί των εθνών, αλλά κατά παράδοξον αντίφασιν δεν έπαυεν εκσφενδονίζουσα κατ' αυτών αναθέματα και κατάρας. Αδυνατούντες να μηδενίσωσι τους θεούς οι ιερείς διενοήθησαν εν τη αμηχανία των να μεταβάλωσιν αυτούς εις δαίμονας καταχθονίους. Αλλ' ούτε η φοβερά αυτή μεταμφίεσις ούτε η μάχαιρα των βυζαντινών δημίων, ούδ' οι άνθρακες των ιεροδικείων ίσχυσαν ν' απομακρύνωσιν απ' αυτών πάντας τους αρχαίους λάτρας. Οι δορυφόροι του Ουάλεντος και του Θεοδοσίου κατηδάφιζον τους βωμούς των ειδώλων, αλλ' εις τας φάραγγας, τα σπήλαια και τους δρυμώνας εκάπνιζεν ακόμη το θυμίαμα, επλέκοντο στέφανοι και εσπένδετο οίνος εις τιμήν των εκπτώτων κατοίκων του Ολύμπου. Αλλ' όσα ετελούντο πριν μεσουρανούντος του ηλίου ενώπιον πλήθους γονυπετούς, διεπράττοντο ήδη εν τω σκότει και τη ερήμω· και καθώς οι θεοί είχον μεταβληθή εις διαβόλους, ούτω και οι ιεροφάνται αυτών έγιναν γόητες, μάγισσα, στρίγλαι, όργανα του Σατανά.

Πας ο αναφιδών τα αιμοσταγή αρχεία των ιεροδικείων εκπλήσσεται βλέπων γυναίκας μόνον αναβαίνουσας την πυράν ένεκα μαγείας. Οι καέντες γόητες αριθμούνται επί των δακτύλων, αι δε μάγισσαι ανά χιλιάδας. Την εξήγησιν του παραδόξου τούτου πλεονασμού ευρίσκομεν εν τη καταστάσει της τότε κοινωνίας. Η πλημμύρα των αρκτώων βαρβάρων και η εξ Ανατολών εισβάλουσα θεοκρατία είχον εκβαρβαρώσει τους υπηκόους της αυτοκρατορίας· παρά πάση δε ημιβαρβάρβω κοινωνία η γυνή ήταν διανοητικώς ανωτέρα του ανδρός. Ενώ ούτος περιτρέχει το δάσος προς ανεύρεσιν άγρας ή σχίζει επιπόνως τα σπλάγχνα της γης, η γυνή μόνη εν τη καλύβη, θηλάζουσα το τεκνίον ή κλώθουσα το έριον των αιγών της παραδίδεται εις σκέψεις και ρεμβασμούς παντοίους. Ότε μεν υψοί το βλέμμα προς τον ουρανόν, ίνα ζητήση παρά των εκεί κατοικούντων την επλήρωσιν των πόθων της, ότε δε ατενίζει εις τον ορίζοντα, ίνα εικάση εκ της θέσεβς του ηλίου πόσια ακόμη ανιαραί ώραι θέλουσι παρέλθει μέχρι της επιστροφής του συζύγου, και άλλοτε κύπτει προς την γη κατασκοπούσα τα άνθη και τας βοτάνας, παρ' ων ελπίζει φάρμακα δια τας πληγάς του και φίλτρα προς διατήρησιν ή ανάκτησιν της στοργής του. Η γυνή στρέφουσα προς την φύσιν φιλόστοργον βλέμμα υπήρξεν η μήτηρ πάσης επιστήμης· αλλ' η Εκκλησία είχε κηρύξει άσπονδον κατά της επιστήμης πόλεμον, και εντεύθεν ο άγριος κατά της μαγίσσης διωγμός. Ο ιερεύς, κατεχόμενος υπό υπερφυσικής νοσταλγίας, θεωρών τον κόσμον ως σκήνωμα δαιμόνων και τον άνθρωπον ως φύσει πονηρόν έμενεν ανάλγητος εις τας θλίψεις του, προσφέρων ως μόνον φάρμακον την εγκαρτέρησιν και την ελπίδα του θανάτου. Αλλ' η γυνή δεν ηδύνατο να βλέπη αδακρυτί πάσχοντας όσους ηγάπα, και αντί να εγκαρτερή, ανεκίνει γην και ουρανόν, ίνα εύρη αντίδοτον εις τας οδύνας των. Οσάκις δε οι άγιοι του χριστιανικού Παραδείσου εκώφευον εις τας δεήσεις της, επετείνετο εις τους αρχαίους αυτής Εφεστίους, συνέλεγε βότανα υπό το φως της σελήνης, απεστάλαζε φίλτρα, ανήρτα εις τον τράχηλον φυλακτήρια ή έψαλλε μυστηριώδεις επωδάς, πειρωμένη παντοιοτρόπως ν' ανακουφίση τους πόνους. Αλλά τα δάκρυα και αι προσπάθειαι αυτής ήσαν αντιχριστιανικά, και δια τούτο εκαίετο η δύστηνος ή εκλείετο ζώσα εντός μολυβδίνων φερέτρων.

Ο μεσαιών, εν τη ιστορία και ουχί εν ταις ραψωδίαις εξεταζόμενος, υπήρξεν εν τη Δύσει, προ πάντων, εποχή απελπισίας. Η πείνα, η επιληψία, η λέπρα και η δουλεία καθίστων τον λαόν ψωραλέαν αγέλην, ην ένεμε θωρακοφόρος ποιμήν, κόμης ή βαρώνος, συμμάχους και συμβοηθούς έχων τον δήμιον και τον ιερέα, τον φόβον της αγχόνης και τον τρόμον της κολάσεως. Δεν θέλομεν να εξετάσωμεν ενταύθα αν η Εκκλησία του μεσαιώνος υπήρξεν εφαρμογή ή διαστροφή του Ευαγγελίου· αναντίρρητον όμως είναι ότι ο τότε ιερεύς συνεμάχησε μετά του δημίου κατά των θυμάτων. Ο άρχων περιφράσσων τας περί τον πύργον γαίας, ήγειρε περιτείχισμα, εντός του οποίου ο δουλοπάροικος έπρεπε να μένη υπομένων ύβρεις και προπηλακισμούς παντοίους, ο δε ιερεύς ωκοδόμησε δογματικόν δεσμωτήριον, ένθα ο απόγονος του απειθούς Αδάμ, θεωρούμενος ως ένοχος πριν έτι γεννηθή, καταδικασμένος εις την αμάθειαν και τον φόβον της γεέννης, απέτιε του προγονικού αμαρτήματος την δίκην. Τον κατά της αρχοντικής τυραννίας αγώνα ανέλαβεν ενίοτε ο δούλος, ο αρυσθείς το θάρρος εξ αυτής της υπερβολής του καμάτου, ως ανθίσταται και ο ίππος εις τα κεντρίσματα, άμα αι δυνάμεις του εξαντληθώσιν, αλλά κατά της ηθικής αποκτηνώσεως, ην επέβαλε η Εκκλησία, μόνη η γυνή ετόλμησε να εναπαστατήση. Επί χίλια και επέκεινα έτη η μάγισσα υπήρξεν η μόνη κατά της θεοκρατίας αντιπολίτευσις, η μόνη υπέρμαχος της επιστήμης και της προόδου, περιθάλπουσα εις τα φιλόστοργα στήθη της τα σπέρματα, εξ ων έμελλε να βλαστήση μετ' ολίγον ο σήμερον πολιτισμός. Βραδύτερον, διαμερισθείσης της επιστήμης, ανεφάνησαν ο φιλόσοφος, ο ιατρός, ο αστρονόμος, ο γεωμέτρης και ο βοτανικός, οι μέλλοντες συντελέσωσι το έργον της μαγίσσης, κρημνίζοντες τα τελευταία ερειπία του ιεροκρατικού οικοδομήματος. Αλλ' εν αρχή πάντας τούτους ανεπλήρωνεν η γυνή. Η αρχαία αλληγορία του όφεως πειράζοντος την Ευάν ανενεώθη κατά τον μεσαιώνα. Ως εν τη Γραφή, ούτω και τότε πρώτη εκείνη ετόλμησε να γευθή του καρπού της γνώσης, εξ ου μετέδωκεν εις τον δήλον σύζυγόν της. Εκ του απηγορευμένου τούτου δείπνου ήντλησεν η ανθρωπότης δυνάμεις, ίνα συντρίψη τας δεσμευούσας αυτήν αλύσους. Ο Λούθηρος, ο Βολταίρος, ο Γαλιλαίος, ο Βοερράβος, ο Λινναίος, ο Βάσιγκτων και ο Μιραβώ, οι αποθεωθέντες ούτοι απόστολοι της προόδου, εισί γνήσια τέκνα της δυσφήμου μαγίσσης, ήτις μόνην αμοιβήν τοιούτου τόκου έλαβεν άνθρακας, λίθους, λήθην και περιφρόνησιν.


----------------------
Πίνακας 1 : Gates of Dawn - Herbert Draper
Πίνακας 2 : Crystal Ball - William Waterhouse

1 σχόλιο: