Τα δημητριακά κατείχαν εξέχουσα θέση στην διατροφή των Αρχαίων Ελλήνων δεδομένου ότι αποτελούσαν την βάση της διατροφής τους. Η λέξη "δημητριακά" προέρχεται από το όνομα της Θεάς Δήμητρας, της θεάς της Γης, των καλλιεργειών και της τροφής γενικότερα. Ήδη από την ομηρική εποχή ήταν γνωστός ο τρόπος καλλιέργειας σίτου (πύρος), κριθαριού (κριθαί) και όλυρας (ζειά). Το σιτάρι μουσκευόταν προκειμένου να γίνει μαλακό και κατόπιν επεξεργαζόταν με δύο πιθανούς τρόπους: ο πρώτος τρόπος ήταν το άλεσμά του προκειμένου να γίνει χυλός, ώστε να αποτελέσει συστατικό του λαπά. Ο άλλος τρόπος ήταν να μετατραπεί σε αλεύρι (ἀλείατα) από το οποίο προέκυπτε το ψωμί (ἄρτος) ή διάφορες πίττες, σκέτες ή γεμιστές με τυρί ή μέλι. Η μέθοδος «φουσκώματος» του ψωμιού ήταν επίσης γνωστή. Κατά την ρωμαϊκή εποχή οι Έλληνες χρησιμοποίησαν κάποιο αλκαλικό συστατικό ή μαγιά σαν καταλύτη της διαδικασίας.
Η ζύμη ψηνόταν στο σπίτι σε υπερυψωμένους φούρνους από άργιλο (ἰπνός). Μια απλούστερη μέθοδος προέβλεπε την τοποθέτηση αναμμένων κάρβουνων στο έδαφος και την κάλυψη του σκεύους με καπάκι σε σχήμα θόλου (πνιγεὐς). Όταν το έδαφος ήταν αρκετά ζεστό, τα κάρβουνα απομακρύνονταν και στην θέση τους τοποθετείτο η ζύμη, η οποία καλυπτόταν και πάλι από το καπάκι. Κατόπιν τα κάρβουνα αποθέτονταν πάνω ή γύρω από το καπάκι για διατήρηση της θερμοκρασίας. Οι πέτρινοι φούρνοι έκαναν την εμφάνισή τους κατά την ρωμαϊκή πια περίοδο. Ο Σόλων ο Αθηναίος, νομοθέτης του 6ου αιώνα όρισε πως το ψωμί από σιτάρι έπρεπε να καταναλώνεται μόνο κατά τις εορταστικές ημέρες. Από την κλασική εποχή και έπειτα, και μόνο για εκείνους που είχαν τα οικονομικά μέσα, ήταν πλέον διαθέσιμο καθημερινά στα αρτοπωλεία. Το κριθάρι ήταν απλούστερο στην παραγωγή, μα αρκετά πιο δύσχρηστο στην παραγωγή ψωμιού. Το ψωμί που προκύπτει από το κριθάρι είναι θρεπτικό αλλά και βαρύτερο, συνεπώς ψηνόταν προτού αλεστεί για να προκύψει αλεύρι (ἄλφιτα), το οποίο χρησίμευε στην παραγωγή (τις περισσότερες φορές άνευ ψησίματος καθώς οι σπόροι ήταν ήδη ψημμένοι) του βασικού πιάτου της ελληνικής κουζίνας, που ονομαζόταν μᾶζα. Χαρακτηριστικά οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν τους Έλληνες «κριθαροφάγους».Γενικά, το σιταρένιο ψωμί λεγόταν "άρτος", το κριθαρένιο "άλφιτον", το προερχόμενο με ζύμη που ψηνόταν σε χαμηλούς κλιβάνους (είδος γάστρας) λεγόταν "ζυμίτης", ενώ το προερχόμενο χωρίς ζύμη που ψηνόταν σε ανθρακιά λεγόταν "άζυμος" και ιδιαίτερα "σποδίτης". Ο,τιδήποτε τρωγόταν με ψωμί (προσφάγιο) λεγόταν "όψον". Ο άρτος ή το άλφιτο που τρωγόταν βουτηγμένο σε άκρατο οίνο (= ανέρωτο) λεγόταν "ακράτισμα". Το ακράτισμα τρωγόταν κυρίως το πρωί, εξ ου και το πρωινό γεύμα λέγονταν ομοίως ακράτισμα.
ΣιτάριΗ ζύμη ψηνόταν στο σπίτι σε υπερυψωμένους φούρνους από άργιλο (ἰπνός). Μια απλούστερη μέθοδος προέβλεπε την τοποθέτηση αναμμένων κάρβουνων στο έδαφος και την κάλυψη του σκεύους με καπάκι σε σχήμα θόλου (πνιγεὐς). Όταν το έδαφος ήταν αρκετά ζεστό, τα κάρβουνα απομακρύνονταν και στην θέση τους τοποθετείτο η ζύμη, η οποία καλυπτόταν και πάλι από το καπάκι. Κατόπιν τα κάρβουνα αποθέτονταν πάνω ή γύρω από το καπάκι για διατήρηση της θερμοκρασίας. Οι πέτρινοι φούρνοι έκαναν την εμφάνισή τους κατά την ρωμαϊκή πια περίοδο. Ο Σόλων ο Αθηναίος, νομοθέτης του 6ου αιώνα όρισε πως το ψωμί από σιτάρι έπρεπε να καταναλώνεται μόνο κατά τις εορταστικές ημέρες. Από την κλασική εποχή και έπειτα, και μόνο για εκείνους που είχαν τα οικονομικά μέσα, ήταν πλέον διαθέσιμο καθημερινά στα αρτοπωλεία. Το κριθάρι ήταν απλούστερο στην παραγωγή, μα αρκετά πιο δύσχρηστο στην παραγωγή ψωμιού. Το ψωμί που προκύπτει από το κριθάρι είναι θρεπτικό αλλά και βαρύτερο, συνεπώς ψηνόταν προτού αλεστεί για να προκύψει αλεύρι (ἄλφιτα), το οποίο χρησίμευε στην παραγωγή (τις περισσότερες φορές άνευ ψησίματος καθώς οι σπόροι ήταν ήδη ψημμένοι) του βασικού πιάτου της ελληνικής κουζίνας, που ονομαζόταν μᾶζα. Χαρακτηριστικά οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν τους Έλληνες «κριθαροφάγους».Γενικά, το σιταρένιο ψωμί λεγόταν "άρτος", το κριθαρένιο "άλφιτον", το προερχόμενο με ζύμη που ψηνόταν σε χαμηλούς κλιβάνους (είδος γάστρας) λεγόταν "ζυμίτης", ενώ το προερχόμενο χωρίς ζύμη που ψηνόταν σε ανθρακιά λεγόταν "άζυμος" και ιδιαίτερα "σποδίτης". Ο,τιδήποτε τρωγόταν με ψωμί (προσφάγιο) λεγόταν "όψον". Ο άρτος ή το άλφιτο που τρωγόταν βουτηγμένο σε άκρατο οίνο (= ανέρωτο) λεγόταν "ακράτισμα". Το ακράτισμα τρωγόταν κυρίως το πρωί, εξ ου και το πρωινό γεύμα λέγονταν ομοίως ακράτισμα.
Το σιτάρι ή στάρι ή σίτος (Τρίτικον, Triticum spp.) είναι από τα αρχαιότερα και ίσως το σημαντικότερο φυτό της οικογένειας των Αγροστωδών. Δεν είναι απόλυτα γνωστό πότε ακριβώς καλλιεργήθηκε για πρώτη φορά, ωστόσο η ποικιλία των ονομάτων του στις διάφορες γλώσσες δείχνει ότι από τους προϊστορικούς ακόμα χρόνους η καλλιέργειά του ήταν διαδομένη σε χώρες μακρινές μεταξύ τους. Τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν ότι παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Εύφορη Ημισέληνο, περιοχές της οποίας θεωρούνται η Συρία, ο Λίβανος, η Αίγυπτος καθώς και εκτάσεις του Ευφράτη και του Τίγρη ως τον Περσικό κόλπο. Μνημεία στην Αίγυπτο παρουσιάζουν το σιτάρι γνωστό πριν από τους ποιμένες βασιλείς και ανάγουν την εισαγωγή του στην θεά Ίσιδα. Οι Κινέζοι δε, θεωρούν το σιτάρι δώρο του Ουρανού. Οι Αρχαίοι Έλληνες θεωρούν ότι η θεά Δήμητρα δίδαξε την καλλιέργεια του σιταριού στον Ελευσίνιο Τριπτόλεμο. Στον Ελλαδικό χώρο το συναντάμε από την αρχαιότητα κυρίως στον θεσσαλικό κάμπο, τον αποκαλούμενο και σιτοβολώνα της Ελλάδος.
Το σιτάρι αντέχει σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, γι' αυτό και αναπτύσσεται μέχρι την πολική ζώνη. Η μεγάλη, όμως, θερμοκρασία και η φωτεινότητα της ατμόσφαιρας ευνοούν περισσότερο την ανάπτυξή του. Το έδαφος προετοιμάζεται καλά και σπέρνεται κατά το φθινόπωρο. Μερικές ποικιλίες σιταριού σπέρνονται την άνοιξη. Ανάλογα με την ποικιλία, τον τόπο και την εποχή, το σιτάρι ανθεί από τον Μάη μέχρι τον Αύγουστο. Η βλάστηση του σιταριού διακόπτεται τον χειμώνα. Μετά την ωρίμανση των σπερμάτων, γίνεται ο θερισμός, το αλώνισμα και τέλος η αποθήκευση του σιταριού. Από τα σπέρματά του, αφού αλεστούν, παράγεται αλεύρι.
Οι ρίζες του είναι λεπτές και ινώδεις. Οι βλαστοί είναι καλαμώδεις, απλοί, εύκαμπτοι, όρθιοι, κυλινδρικοί και λείοι, κιτρινωποί και κοίλοι. Το ύψος του φτάνει μέχρι 1,30 μ. Ο βλαστός είναι ο κύριος άξονας του σταχυού. Κάθε άνθος έχει τρία σέπαλα, που αποτελούν το έλυτρο και στο κέντρο υπάρχουν τα γόνιμα όργανα. Από τα τρία ή τέσσερα άνθη κάθε σταχυδίου, τα δύο χαμηλότερα, σπανιότερα τα τρία, είναι γόνιμα και τα άλλα στείρα. Σε κάθε τομή του κόκκου του σιταριού, παρατηρούμε ογκώδη κεντρική μάζα, που είναι το λεύκωμα, αποταμίευμα θρεπτικών ουσιών, που προορίζεται για τροφή του εμβρύου κατά την βλάστηση. Το έμβρυο είναι κίτρινο μικρό σώμα, στο κάτω μέρος του κόκκου, τόσο μικρό κι ελαφρύ, ώστε 1.200 έμβρυα ζυγίζουν ένα γραμμάριο.
Για να γίνει η ταξινόμηση του σιταριού, υπολόγισαν την τέλεια σταθερότητα των χαρακτηριστικών του και ειδικότερα τις συνθήκες του κλίματος και των μεθόδων καλλιέργειας. Σύμφωνα με την ταξινόμηση αυτή συναντάμε τα εξής : Σιτάρι με κόκκους γυμνούς: α) σιτάρι μαλακό, β) σιτάρι ογκώδες, γ) σιτάρι σκληρό και δ) σιτάρι Πολωνίας. Σιτάρι με κόκκους καλυμμένους: α) κοινός απρόσιτος και β) αμυλοποιός απρόσιτος.
Οι κυριότερες ασθένειες κι οι εχθροί του σιταριού είναι το πλάγκισμα, ο άνθρακας, ο δαυλίτης, η σκωρίαση, οι ακρίδες, οι αρουραίοι, τα ζιζάνια. Οι χώρες που παράγουν το περισσότερο σιτάρι στον κόσμο είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, η Ρωσία, η Ινδία, ο Καναδάς, η Αργεντινή και η Αυστραλία. Μεγάλο ποσοστό από τα βασικά θρεπτικά στοιχεία που απαιτούνται για την διατροφή του ανθρώπου, βρίσκεται στους σπόρους του σιταριού, οι οποίοι περιέχουν: υδατάνθρακες, πρωτεΐνες, λίπος, μέταλλα, βιταμίνες συμπλέγματος Α, Ε.
Το σιτάρι αντέχει σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, γι' αυτό και αναπτύσσεται μέχρι την πολική ζώνη. Η μεγάλη, όμως, θερμοκρασία και η φωτεινότητα της ατμόσφαιρας ευνοούν περισσότερο την ανάπτυξή του. Το έδαφος προετοιμάζεται καλά και σπέρνεται κατά το φθινόπωρο. Μερικές ποικιλίες σιταριού σπέρνονται την άνοιξη. Ανάλογα με την ποικιλία, τον τόπο και την εποχή, το σιτάρι ανθεί από τον Μάη μέχρι τον Αύγουστο. Η βλάστηση του σιταριού διακόπτεται τον χειμώνα. Μετά την ωρίμανση των σπερμάτων, γίνεται ο θερισμός, το αλώνισμα και τέλος η αποθήκευση του σιταριού. Από τα σπέρματά του, αφού αλεστούν, παράγεται αλεύρι.
Οι ρίζες του είναι λεπτές και ινώδεις. Οι βλαστοί είναι καλαμώδεις, απλοί, εύκαμπτοι, όρθιοι, κυλινδρικοί και λείοι, κιτρινωποί και κοίλοι. Το ύψος του φτάνει μέχρι 1,30 μ. Ο βλαστός είναι ο κύριος άξονας του σταχυού. Κάθε άνθος έχει τρία σέπαλα, που αποτελούν το έλυτρο και στο κέντρο υπάρχουν τα γόνιμα όργανα. Από τα τρία ή τέσσερα άνθη κάθε σταχυδίου, τα δύο χαμηλότερα, σπανιότερα τα τρία, είναι γόνιμα και τα άλλα στείρα. Σε κάθε τομή του κόκκου του σιταριού, παρατηρούμε ογκώδη κεντρική μάζα, που είναι το λεύκωμα, αποταμίευμα θρεπτικών ουσιών, που προορίζεται για τροφή του εμβρύου κατά την βλάστηση. Το έμβρυο είναι κίτρινο μικρό σώμα, στο κάτω μέρος του κόκκου, τόσο μικρό κι ελαφρύ, ώστε 1.200 έμβρυα ζυγίζουν ένα γραμμάριο.
Για να γίνει η ταξινόμηση του σιταριού, υπολόγισαν την τέλεια σταθερότητα των χαρακτηριστικών του και ειδικότερα τις συνθήκες του κλίματος και των μεθόδων καλλιέργειας. Σύμφωνα με την ταξινόμηση αυτή συναντάμε τα εξής : Σιτάρι με κόκκους γυμνούς: α) σιτάρι μαλακό, β) σιτάρι ογκώδες, γ) σιτάρι σκληρό και δ) σιτάρι Πολωνίας. Σιτάρι με κόκκους καλυμμένους: α) κοινός απρόσιτος και β) αμυλοποιός απρόσιτος.
Οι κυριότερες ασθένειες κι οι εχθροί του σιταριού είναι το πλάγκισμα, ο άνθρακας, ο δαυλίτης, η σκωρίαση, οι ακρίδες, οι αρουραίοι, τα ζιζάνια. Οι χώρες που παράγουν το περισσότερο σιτάρι στον κόσμο είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, η Ρωσία, η Ινδία, ο Καναδάς, η Αργεντινή και η Αυστραλία. Μεγάλο ποσοστό από τα βασικά θρεπτικά στοιχεία που απαιτούνται για την διατροφή του ανθρώπου, βρίσκεται στους σπόρους του σιταριού, οι οποίοι περιέχουν: υδατάνθρακες, πρωτεΐνες, λίπος, μέταλλα, βιταμίνες συμπλέγματος Α, Ε.
Κριθάρι
Το κριθάρι είναι δημητριακός καρπός του αγγειόσπερμου φυτού Κριθή η κοινή (Hordeum vulgare) της οικογένειας των Ποοειδών ή Αγρωστωδών, σπουδαιότατος και γνωστός από τους αρχαιότατους χρόνους (στον Όμηρο ονομαζόταν κρι). Καλλιεργείται σε πολλά μέρη της Ελλάδος. Αποτελούσε την βάση της διατροφής των αρχαίων Σπαρτιατών, αφού έτσι κι αλλιώς είναι άφθονο στην περιοχή. Οι Σπαρτιάτες φαίνεται να γνώριζαν πόσο σημαντικοί είναι οι υδατάνθρακες ως κύρια πηγή ενέργειας του οργανισμού. Θέλει έδαφος άνυδρο και ασβεστούχο. Αναπτύσσεται καλύτερα από το σιτάρι στα φτωχά εδάφη. Ο καρπός του χρησιμοποιείται μόνος ή με σιτάρι για την διατροφή τόσο των ανθρώπων όσο και των ζώων. Τέλος αποτελεί την κυριότερη πρώτη ύλη για την παρασκευή της μπύρας. Η βύνη η οποία παράγεται από το κριθάρι έχει μαλακτικές, διουρητικές και υποτασικές ιδιότητες. Το κριθάρι σπέρνεται το φθινόπωρο ή την άνοιξη. Η προπαρασκευή του εδάφους, η σπορά, οι καλλιεργητικές φροντίδες κι ο τρόπος συγκομιδής είναι όμοια με αυτά του σιταριού. Όταν καλλιεργείται για σανό, σπέρνεται πυκνότερα και θερίζεται πριν την ωρίμανση του καρπού, αμέσως μετά την γονιμοποίηση.
Σε αντίθεση με το σιτάρι, το κριθάρι περιέχει και τις δύο μορφές φυτικών ινών (διαλυτές και αδιάλυτες). Οι διαλυτές φυτικές ίνες διαλύονται σε νερό και δημιουργούν κάτι σαν ζελέ, το οποίο βοηθά στην ελάττωση της χοληστερόλης και τον έλεγχο του σακχάρου στο αίμα. Οι αδιάλυτες φυτικές ίνες αυξάνουν την κίνηση στο γαστρεντερικό σύστημα και είναι ιδιαίτερα ευεργετικές σε άτομα που είναι δυσκοίλια. Είναι αντισκορβουτικό και ακόμη συνιστάται στην χρόνια βρογχίτιδα. Επίσης είναι καλή πηγή τοκοτριενολών, ουσίες που έχουν αντιοξειδωτικές ιδιότητες και την ικανότητα να ελαττώνουν την κακή χοληστερόλη. Αποτελεί δε, πηγή β-γλυκάνης, ένα είδος υδατάνθρακα, ο οποίος ελέγχει τα επίπεδα σακχάρου και χοληστερόλης στο αίμα. Τέλος είναι πλούσιο σε βιταμίνες Β3, Β6 και μέταλλα όπως κάλιο, σίδηρο, θείο και φωσφορικά οξέα, επιπλέον περιέχει ασβέστιο και πρωτεϊνη.
Σίκαλη
Αγγειόσπερμο φυτό και η σίκαλη, η οποία ανήκει στην ίδια οικογένεια με αυτή του κριθαριού. Είναι μονοετές, ποώδες φυτό με καταγωγή από την νοτιανατολική Ευρώπη και την Ασία. Στην συνέχεια έφτασε στα Βαλκάνια και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με αναφορές του Γαληνού, καλλιεργήθηκε στην Θράκη και στην Μακεδονία. Η καλλιέργειά της διαδόθηκε σχεδόν σ' όλη την γη, ιδιαίτερως στην πρώην Σοβιετική Ένωση και στην Σκανδιναβία. Η σίκαλη μοιάζει πολύ με το σιτάρι και άλλα σιτηρά , έχει πολύ δυνατό ριζικό σύστημα αντέχει δε περισσότερο από αυτά, σε φτωχά εδάφη και στην ξηρασία. Τα φύλλα της είναι στενόμακρα, τραχιά, χνουδωτά και έχουν ερυθρωπό χρώμα. Το κάθε στάχυ έχει σχήμα στρογγυλό και κυλινδρικό και φέρει πολύ μικρά στάχυα που έχουν 3 άνθη από τα οποία τα 2 είναι γόνιμα. Ο καρπός της σίκαλης είναι πιο μακρύς και πιο μυτερός από αυτόν του σιταριού, έχει χρώμα λαδί, σκούρο πράσινο, κίτρινο ή κυανοπράσινο. Η σίκαλη ευδοκιμεί περισσότερο σε ψυχρά κλίματα και είναι ανθεκτική σε δύσκολες συνθήκες, ενώ ταλαιπωρείται πολύ σε υψηλές θερμοκρασίες. Ποικιλίες που φυτεύονται τους φθινοπωρινούς μήνες μπορούν να αντέξουν και σε θερμοκρασίες 30 βαθμών υπό το μηδέν. Έτσι, σίκαλη φυτεύεται σε βόρειες ψυχρές περιοχές, όπου άλλα σιτηρά δεν θα μπορούσαν να ευδοκιμήσουν. Προτιμά τις αμμώδεις περιοχές, ενώ προσβάλλεται από τον άνθρακα κι από διάφορους μύκητες.
Σήμερα καλλιεργείται ως σιτηρό για τον καρπό του ωστόσο χρήσιμα είναι και τα υπόλοιπα μέρη του φυτού. Στην χώρα μας καλλιεργείται κυρίως για το καλάμι της, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή δεμάτων κατά τον θερισμό των άλλων σιτηρών, για κατασκευή ψαθών, καλαθιών, καπέλων και κοινού χαρτιού. Το σκληρό άχυρο του βλαστού της χρησιμοποιείται στην κατασκευή σκεπών σε πρόχειρα καταλύματα και καλύβες καθώς και στην κατασκευή διαφόρων στρωμάτων. Η Πολωνία είναι πρώτη στον κόσμο σε παραγωγή σίκαλης. Ακολουθούν η Γερμανία, η Ρωσία, η Ουκρανία, η Λευκορωσία και η Αργεντινή.
H σίκαλη ξεχωρίζει για την καλή ποιότητα της πρωτεΐνης της. Πρόκειται για δημητριακό πλούσιο σειχνοστοιχεία και αντιοξειδωτικά, κυρίως μάλιστα σε σελήνιο, γι’ αυτό και θεωρείται πολύτιμο για την προστασία του αγγειακού συστήματος. Ο κόκκος της σίκαλης είναι θρεπτικός περιέχοντας έλαια, άμυλο, αρκετές πρωτεΐνες, βιταμίνες της ομάδας Β και κάλιο. Στην βόρεια Ευρώπη η χρήση ψωμιού από σίκαλη είναι μεγάλη γιατί προτιμάται από μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Συνήθως στο ψωμί αυτό προστίθεται και σιτάρι έτσι ώστε να βοηθήσει στο φούσκωμα καθώς τα άλευρα από σίκαλη δεν βοηθούν σε αυτό. Η σίκαλη εκτός από την παραγωγή αλεύρων και ψωμιού χρησιμοποιείται στην παρασκευή οινοπνευματωδών ποτών καθώς και αναμεμιγμένη με άλλες τροφές στην παρασκευή ζωοτροφών.
Σήμερα καλλιεργείται ως σιτηρό για τον καρπό του ωστόσο χρήσιμα είναι και τα υπόλοιπα μέρη του φυτού. Στην χώρα μας καλλιεργείται κυρίως για το καλάμι της, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή δεμάτων κατά τον θερισμό των άλλων σιτηρών, για κατασκευή ψαθών, καλαθιών, καπέλων και κοινού χαρτιού. Το σκληρό άχυρο του βλαστού της χρησιμοποιείται στην κατασκευή σκεπών σε πρόχειρα καταλύματα και καλύβες καθώς και στην κατασκευή διαφόρων στρωμάτων. Η Πολωνία είναι πρώτη στον κόσμο σε παραγωγή σίκαλης. Ακολουθούν η Γερμανία, η Ρωσία, η Ουκρανία, η Λευκορωσία και η Αργεντινή.
H σίκαλη ξεχωρίζει για την καλή ποιότητα της πρωτεΐνης της. Πρόκειται για δημητριακό πλούσιο σειχνοστοιχεία και αντιοξειδωτικά, κυρίως μάλιστα σε σελήνιο, γι’ αυτό και θεωρείται πολύτιμο για την προστασία του αγγειακού συστήματος. Ο κόκκος της σίκαλης είναι θρεπτικός περιέχοντας έλαια, άμυλο, αρκετές πρωτεΐνες, βιταμίνες της ομάδας Β και κάλιο. Στην βόρεια Ευρώπη η χρήση ψωμιού από σίκαλη είναι μεγάλη γιατί προτιμάται από μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Συνήθως στο ψωμί αυτό προστίθεται και σιτάρι έτσι ώστε να βοηθήσει στο φούσκωμα καθώς τα άλευρα από σίκαλη δεν βοηθούν σε αυτό. Η σίκαλη εκτός από την παραγωγή αλεύρων και ψωμιού χρησιμοποιείται στην παρασκευή οινοπνευματωδών ποτών καθώς και αναμεμιγμένη με άλλες τροφές στην παρασκευή ζωοτροφών.
Βρώμη
Avena sativa, Αβένα η ήμερη είναι η κοινή ονομασία της βρώμης, η οποία επίσης ανήκει στην οικογένεια των Ποοειδών ή Αγρωστωδών. Η καλλιέργεια της βρώμης αρχίζει από τους προϊστορικούς χρόνους, φαίνεται μάλιστα ότι το φυτό αυτό κατάγεται από την Ταταρία. Σήμερα καλλιεργείται σε υγρό περιβάλλον, κυρίως σε χώρες της Αμερικής καθώς και της βόρειας και μέσης Ευρώπης, φτάνει δε μέχρι και στην μακρινή Ισλανδία, ενώ στις νοτιότερες χώρες με θερμά κλίματα και μεγάλη ηλιοφάνεια η καλλιέργεια της είναι λιγότερο διαδομένη. Η βρώμη είναι φυτό ετήσιας καλλιέργειας και η σπορά της μπορεί να γίνει είτε το φθινόπωρο, για θερισμό το καλοκαίρι, είτε την άνοιξη, για θερισμό νωρίς το φθινόπωρο.
Η βρώμη θεωρείται ιδιαίτερα υγιεινή τροφή. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην διατροφή του ανθρώπου με πολλούς τρόπους. Συνήθως παρασκευάζεται ως πληγούρι μετά από τεμαχισμό των καρπών, ο οποίος είναι θρεπτικότατος και τονωτικός για τον άνθρωπο και συνιστάται για τα παιδιά και τους αρρώστους ή ως αλεύρι βρώμης μετά από άλεση. Το αλεύρι σπάνια χρησιμοποιείται στην αρτοποιία, περιέχει γλουτένη και είναι πολύ όξινο. Η βρώμη τρώγεται κυρίως σε μορφή χυλού. Πρόκειται για σπόρο εύπεπτο όταν υγρανθεί. Είναι πλούσια σε διαλυτές ίνες, που διευκολύνουν το αδυνάτισμα, επειδή αυξάνουν το αίσθημα του κορεσμού, ενώ θεωρείται ότι συμβάλλει στην μείωση των επιπέδων χοληστερίνης στο αίμα. Η μοναδική θρεπτική αξία της, έγκειται στην πλούσια περιεκτικότητα της σε βιταμίνες του συμπλέγματος Β, μεταλλικά στοιχεία, ιχνοστοιχεία και φυσικά σε φυτικές ίνες (β-γλυκάνες), των οποίων η ευεργετική δράση «αγκαλιάζει» το καρδιαγγειακό και το πεπτικό σύστημα. Επιπλέον είναι πλούσια σε βιταμίνη Ε, Κ, βιοτίνη και φολικό οξύ. Τα μέταλλα που περιέχει είναι: ασβέστιο, χαλκός, σίδηρος, μαγνήσιο, μαγγάνιο, φώσφορος, κάλιο, σελήνιο, πυρίτιο, ψευδάργυρος και κοβάλτιο, στοιχεία τα οποία δυναμώνουν το νευρικό σύστημα. Η βρώμη δεν θεωρείται ηρεμιστική, γιατί τονώνει το νευρικό σύστημα, ωστόσο αποτελεί ιδανική τροφή για το άτομο το όποιο δεν μπορεί να κοιμηθεί ή βρίσκεται σε υπερένταση εξαιτίας έντονης πνευματικής δραστηριότητας. Επίσης ενδείκνυται για τους αθλητές, τους μαθητές και για όλους εκείνους που έχουν ανάγκη συγκεντρώσεως.
Η βρώμη θεωρείται ιδιαίτερα υγιεινή τροφή. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην διατροφή του ανθρώπου με πολλούς τρόπους. Συνήθως παρασκευάζεται ως πληγούρι μετά από τεμαχισμό των καρπών, ο οποίος είναι θρεπτικότατος και τονωτικός για τον άνθρωπο και συνιστάται για τα παιδιά και τους αρρώστους ή ως αλεύρι βρώμης μετά από άλεση. Το αλεύρι σπάνια χρησιμοποιείται στην αρτοποιία, περιέχει γλουτένη και είναι πολύ όξινο. Η βρώμη τρώγεται κυρίως σε μορφή χυλού. Πρόκειται για σπόρο εύπεπτο όταν υγρανθεί. Είναι πλούσια σε διαλυτές ίνες, που διευκολύνουν το αδυνάτισμα, επειδή αυξάνουν το αίσθημα του κορεσμού, ενώ θεωρείται ότι συμβάλλει στην μείωση των επιπέδων χοληστερίνης στο αίμα. Η μοναδική θρεπτική αξία της, έγκειται στην πλούσια περιεκτικότητα της σε βιταμίνες του συμπλέγματος Β, μεταλλικά στοιχεία, ιχνοστοιχεία και φυσικά σε φυτικές ίνες (β-γλυκάνες), των οποίων η ευεργετική δράση «αγκαλιάζει» το καρδιαγγειακό και το πεπτικό σύστημα. Επιπλέον είναι πλούσια σε βιταμίνη Ε, Κ, βιοτίνη και φολικό οξύ. Τα μέταλλα που περιέχει είναι: ασβέστιο, χαλκός, σίδηρος, μαγνήσιο, μαγγάνιο, φώσφορος, κάλιο, σελήνιο, πυρίτιο, ψευδάργυρος και κοβάλτιο, στοιχεία τα οποία δυναμώνουν το νευρικό σύστημα. Η βρώμη δεν θεωρείται ηρεμιστική, γιατί τονώνει το νευρικό σύστημα, ωστόσο αποτελεί ιδανική τροφή για το άτομο το όποιο δεν μπορεί να κοιμηθεί ή βρίσκεται σε υπερένταση εξαιτίας έντονης πνευματικής δραστηριότητας. Επίσης ενδείκνυται για τους αθλητές, τους μαθητές και για όλους εκείνους που έχουν ανάγκη συγκεντρώσεως.
Καλαμπόκι
Το καλαμπόκι ή αραβόσιτος ( Ζέα η μαϋς) είναι ένα από τα αρχαιότερα καλλιεργήσιμα φυτά της ιδίας οικογενείας. Κατάγεται από την Αμερικανική ήπειρο στην οποία αναπτύχθηκε τον 14ο αιώνα στην άγρια μορφή του. Ο αραβόσιτος εισήχθη στην Ευρώπη στις αρχές του 15ου αιώνα από τον Ισπανό Φερνάνδο Κορτές (1519). Από την Ισπανία διαδόθηκε στην μεσογειακή Αφρική και από την Αίγυπτο στην Οθωμανική αυτοκρατορία και την Ελλάδα. Αρχικά θεωρείτο εξωτικό φυτό, ως σιτηρό καλλιεργήθηκε τον 17ο αιώνα. Είναι ετήσιο, ψηλό φυτό, το οποίο μπορεί να φτάσει τα 3,50 μέτρα, με χοντρό όρθιο και συμπαγή βλαστό, στενά και μακριά φύλλα σε σχήμα σπαθιού και κυματιστά άκρα. Στην κορυφή του φυτού υπάρχει η αρσενική ταξιανθία που σχηματίζει θύσανο, έχει δε την ονομασία φόβη. Η θηλυκή ταξιανθία αποτελείται από ένα πλατύ στάχυ με παχύ άξονα, πάνω στον οποίο βρίσκονται τα άνθη σε σειρές. Η ταξιανθία αυτή ονομάζεται σπάδικας. Στην συνέχεια την θέση των ανθών παίρνουν οι κόκκοι που καλύπτονται από φύλλα ενώ στην κορυφή του σπάδικα υπάρχει θύσανος αποτελούμενος από πολλές μακριές τριχοειδείς κλωστές. Ο καρπός του, εξαιτίας του σχήματός του, λέγεται κώνος ή κορύνη, καλυμμένος από τους κόκκους του αραβόσιτου και περιτυλιγμένος από φύλλα, που παίρνουν μεμβρανώδη σύσταση κατά την ωρίμανση. Ο αραβόσιτος μπορεί να καλλιεργηθεί σχεδόν σε όλα τα εδάφη, ωστόσο έχει υψηλές απαιτήσεις όσον αφορά στην θερμοκρασία(κατά την βλάστησή του έχει ανάγκη από μέση θερμοκρασία 19° C) και στην αποφυγή πάγου κατά την σπορά. Όταν αναπτύσσεται το καλοκαίρι απαιτεί άφθονο νερό και πολλές ευδιάλυτες θρεπτικές ουσίες. Έχει ανάγκη από συχνό πότισμα. Η σπορά στην Ελλάδα γίνεται κατά τον Απρίλιο-Μάιο κατά γραμμές ή στα πεταχτά. Όταν αναπτυχθεί λίγα εκατοστά, παραχώνεται και μετά σκαλίζεται και ποτίζεται. Η ιδιαιτερότητα του αραβόσιτου είναι ότι υπάρχει ένα είδος αλλά πολλές ποικιλίες.
Το καλαμπόκι είναι βασική πηγή διατροφής σε πολλές χώρες. Η θρεπτική αξία του είναι μεγάλη γι΄αυτό χρησιμοποιείται ως βάση για τις παιδικές τροφές. Πρόκειται για αμυλούχα τροφή, η οποία αναπληρώνει τις αποθήκες γλυκόζης του οργανισμού, που έχουν εξαντληθεί μέσα στη νύχτα, και τροφοδοτεί το άτομο με ενέργεια. Tο καλαμπόκι είναι επίσης πλούσιο σε βιταμίνες, κυρίως του συμπλέγματος B και μαγνήσιο, συμβάλλοντας στην καλή λειτουργία του νευρικού συστήματος και στην σωστή ανάπτυξη των οστών. Ενδείκνυται για άτομα με δυσανεξία στην γλουτένη. Το άμυλο καλαμποκιού χρησιμοποιείται στην ζαχαροπλαστική, στην παραγωγή αμυλούχων προϊόντων και στην αλλαντοποιία. Στην διατροφή επίσης χρησιμοποιείται και το λάδι του καλαμποκιού, το γνωστό αραβοσιτέλαιο. Οι κόκκοι του καλαμποκιού, με κατάλληλη επεξεργασία, μπορεί να γίνουν και αλκοόλη βιομηχανικής χρήσης. Ο αραβόσιτος χρησιμοποιείται σαν τροφή του ανθρώπου και των ζώων. Το χλωρό χόρτο αραβόσιτου βοηθά την γαλακτοπαραγωγή των αγελάδων. Οι ξηρές κορυφές χρησιμεύουν για τροφή των ζώων. Όμως χρήσιμα είναι και τα μη φαγώσιμα μέρη. Έτσι, από το καλάμι φτιάχνεται χαρτί και χαρτόνι. Οι άξονες των σπαδίκων μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν καύσιμο (συνήθως σε φωτιά) και στην παραγωγή διαφόρων διαλυτών χρήσιμων στη βιομηχανία. Τα υπολείμματα από την κατεργασία του καλαμποκιού αποτελούν και μια από τις σημαντικότερες πηγές βιομάζας.
Το καλαμπόκι είναι βασική πηγή διατροφής σε πολλές χώρες. Η θρεπτική αξία του είναι μεγάλη γι΄αυτό χρησιμοποιείται ως βάση για τις παιδικές τροφές. Πρόκειται για αμυλούχα τροφή, η οποία αναπληρώνει τις αποθήκες γλυκόζης του οργανισμού, που έχουν εξαντληθεί μέσα στη νύχτα, και τροφοδοτεί το άτομο με ενέργεια. Tο καλαμπόκι είναι επίσης πλούσιο σε βιταμίνες, κυρίως του συμπλέγματος B και μαγνήσιο, συμβάλλοντας στην καλή λειτουργία του νευρικού συστήματος και στην σωστή ανάπτυξη των οστών. Ενδείκνυται για άτομα με δυσανεξία στην γλουτένη. Το άμυλο καλαμποκιού χρησιμοποιείται στην ζαχαροπλαστική, στην παραγωγή αμυλούχων προϊόντων και στην αλλαντοποιία. Στην διατροφή επίσης χρησιμοποιείται και το λάδι του καλαμποκιού, το γνωστό αραβοσιτέλαιο. Οι κόκκοι του καλαμποκιού, με κατάλληλη επεξεργασία, μπορεί να γίνουν και αλκοόλη βιομηχανικής χρήσης. Ο αραβόσιτος χρησιμοποιείται σαν τροφή του ανθρώπου και των ζώων. Το χλωρό χόρτο αραβόσιτου βοηθά την γαλακτοπαραγωγή των αγελάδων. Οι ξηρές κορυφές χρησιμεύουν για τροφή των ζώων. Όμως χρήσιμα είναι και τα μη φαγώσιμα μέρη. Έτσι, από το καλάμι φτιάχνεται χαρτί και χαρτόνι. Οι άξονες των σπαδίκων μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν καύσιμο (συνήθως σε φωτιά) και στην παραγωγή διαφόρων διαλυτών χρήσιμων στη βιομηχανία. Τα υπολείμματα από την κατεργασία του καλαμποκιού αποτελούν και μια από τις σημαντικότερες πηγές βιομάζας.
Επιμέλεια: Αθηναΐς
----------------------------------------------------
Τα Δημητριακά στην Ζωγραφική
Gathering Wheat - Knight Daniel Ridgway |
The Wheatfield - Julien Dupre |
A girl in the rye - Valery Fedotov |
Amber waves and grain -Sheri Dinardi |
Demeter mourning Persephone - Evelyn De Morgan |
Harvest Time Lambourne Berks - Henry Hillier Parker |
Sheaves of wheat in a field - Vincent van Gogh |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου