Κρασί Θαλλώ
Το κρασί "Θαλλώ" παρασκευάστηκε από τις ποικιλίες Ροδίτης και Μαυρούδι.
Ροδίτης (ή Αλεπού, Ροδομούσι, Κανελλάτο, Κοκκινοστάφυλο,Λιτσιτσίνες, Σουρβιώτης, Κριτσανιστή, Ροϊδίτης)
Αρχαία γηγενής ποικιλία με μεγάλη εξάπλωση στην Ελλάδα, καλλιεργείται σε 32 νομούς αλλά την συναντάμε κυρίως στον νομό Αχαΐας (περιοχή Αιγιαλείας από όπου προέρχεται το συγκεκριμένο προιόν). Πρόκειται για μια καθαρά οινοποιήσιμη ποικιλία μια και έχει κουκούτσια αλλά και σαν βρώσιμη είναι αρκετά νόστιμη και τραγανή, ιδιαίτερα η ερυθρή παραλλαγή της, άλλωστε ένα από τα ονόματά της είναι Κριτσανιστή.
Πίσω από ταπερισσότερα ονόματά της κρύβεται προφανώς το ερυθρωπό της χρώμα. Η ποικιλία δεν είναι όμως αποκλειστικά ερυθρωπή αφού υπάρχουν πέντε κλώνοι της με χρώματα που ξεκινούν από το πράσινο ανοιχτό μέχρι και το ερυθρωπό. Από τους κλώνους περιζήτητος είναι ο ερυθρωπός που είναι γνωστός σαν Αλεπού. Σε αμπελώνες με σχετικό υψόμετρο και χαμηλές αποδόσεις δίνει αξιόλογα κρασιά με ισορροπημένη αλκοόλη και οξύτητα, πλούσια γεύση, καλό άρωμα. Διαφορετικό χαρακτήρα δίνει στις πολύ υψηλές παραγωγές.
Το τσαμπί της είναι συνήθως κυλινδροκωνικό, αραιό μετρίου μέχρι μεγάλου μεγέθους και οι ρόγες έχουν ανομοιογενή χρωματισμό που όμως σε πλήρη ωρίμανση μπορεί να γίνει ρόδινος.
Ο τρύγος αρχίζει στα τέλη του Σεπτέμβρη και φτάνει μέχρι τα μέσα του Οκτώβρη.
Μαυρούδι (ή Μαυροστάφυλο, Μαυράκι, Καρβουνιάρης)
Το Μαυρούδι καλλιεργείται στην Πελοπόννησο, την Στερεά Ελλάδα και την Θεσσαλία. Η οικογένεια είναι μεγάλη. Είναι μια ποικιλία μέτρια ζωηρή, παραγωγική, ευαίσθητη στις ασθένειες και ανθεκτική στη ξηρασία. Έχει μεγάλα σταφύλια, με μαυροκόκκινη φλούδα, με υψηλές τανίνες που ανταποκρίνεται έξοχα στην παλαίωση στο βαρέλι.
Ακολουθεί σύνδεσμος όπου μπορείτε να κατεβάσετε τευχίδιο της Γεωργικής Εταιρείας - έτος εκδόσεως 1918 - σχετικά με το κρασί και τον παραδοσιακό τρόπο παραγωγής του.
Το κρασί στην Αρχαία Ελλάδα
Υπάρχουν πληροφορίες που μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως η οινοποία στην Αίγυπτο υπήρχε πριν από το 4000 π.Χ. : αναφέρονται βασιλικοί αμπελώνες, ενώ παραστάσεις σε τοίχους απεικονίζουν σκηνές από την αμπελουργική τέχνη και την οινοποίηση ή ακόμη και διάφορες ποικιλίες σταφυλιών. Γύρω στα 1700, στην Μεσοποταμία, ο Βαβυλώνιος βασιλιάς Χαμουραμπί εξέδωσε νόμους ειδικά για την τιμή πώλησης του κρασιού!
Από τα είδη της αμπέλου (γένος Vitis) χρησιμοποιείται κυρίως το είδος Vitis Vinifera, και από αυτήν προέρχεται η τεράστια ποικιλία τύπων σταφυλιού που χρησιμοποιούνται στην οινοποιία. Η Vitis Vinifera κατάγεται από τα νότια του Καυκάσου και της Κασπίας θάλασσας, πέρασε στην Ασία, όπου ο χυμός των σταφυλιών ονομάστηκε Βύνος, από το επίθετο του θεού των Αρίων. Βύνος σημαίνει αγαπητός. Από τον Βύνο προέρχεται η λέξη οίνος.
Γρήγορα, όμως, η φήμη των σπουδαίων οινοποιών περνά στους Φοίνικες και τους Έλληνες. Οι εδαφολογικές και οι κλιματολογικές συνθήκες επέτρεψαν να συμβεί κάτι τέτοιο, αφού το αμπέλι έδινε καλύτερες ποικιλίες στα μεσογειακά κλίματα. Οι Φοίνικες μάλιστα ήταν και ξακουστοί στο εμπόριο οίνων αφού έχουν βρεθεί φοινικικοί κρασοαμφορείς σε κάθε περιοχή της ανατολικής και κεντρικής Μεσογείου. Έτσι, γνώρισαν και οι Έλληνες το κρασί, τουλάχιστον πριν το 1700 π.Χ., αφού τόσο οι Μυκηναίοι, όσο και άλλοι προγενέστεροι λαοί, Μινωϊτες και Κυκλαδίτες είχαν ανεπτυγμένες εμπορικές σχέσεις μ’ αυτούς.
Σύμφωνα με κάποιους ερευνητές η πρώτη καλλιέργεια αμπελιού έγινε στην Κρήτη, ενώ για κάποιους άλλους στην Θράκη και χρονολογούνται γύρω στο 1000 π.Χ. Στις Αχάρνες της Κρήτης μάλιστα έχει βρεθεί και έχει διασωθεί το πιο παλιό πατητήρι στον κόσμο. Όπως και αν έχουν τα πράγματα, οι Έλληνες διέπρεψαν στην οινοποιία, μονοπωλώντας σχεδόν την αγορά για αιώνες.
Ο Όμηρος χαρακτηρίζει «πολυστάφυλον» την Άρνη της Βοιωτίας και την Ιστιαία, «αμπελόεσσαν» την Επίδαυρο της Αργολίδας, «Πήδασον αμπελόεσσαν» την Μεθώνη της Μεσσηνίας. Ο Πίνδαρος ονομάζει «Μύσιον αμπελόεν Πεδίον» την αρχαία Μυσία, ο Στράβων «σφόδρα ευάμπελον» την ασιατική πόλη Πρίαπο και τις γειτονικές της, ο Αθήναιος μαρτυρεί για τις αμπελόφυτες εκτάσεις στις όχθες του Νείλου. Τις αμπελουργικές εργασίες και την οινοποίηση στην αρχαιότητα, περιγράφουν ο Θεόφραστος στα έργα του «Φυτών Ιστορίαι», «Φυτών Αιτίαι», «περί Οσμών», ο Βιργίλιος στα Γεωργικά, ο Πλίνιος, ο Κασσιανός Βάσσος στα «Γεωπονικά», και διάφοροι άλλοι. Ονομασίες πόλεων όπως Οινόη, Οινούς, Οινοποειάς (η Αίγινα), Οινούσαι, Οινόφυτα μαρτυρούν για την διαδεδομένη καλλιέργεια της αμπέλου και την οινοποίηση στον ελλαδικό χώρο.
Σπέρματα της αμπέλου από την εποχή του ορείχαλκου βρέθηκαν στα σπήλαια της Τίρυνθας και του Ορχομενού, απολιθωμένα φύλλα και σπέρματα αμπέλου στη μεσημβρινή Ευρώπη, φύλλα και σπέρματα αμπέλου σε αιγυπτιακούς τάφους της 6ης χιλιετηρίδος π.Χ. Η αρχαιότερη ύπαρξη κρασιού στην Ελλάδα της Εποχής του Χαλκού αποδεικνύεται από τα αποτελέσματα των αναλύσεων των ευρημάτων σε πίθους που έφεραν στο φως οι ανασκαφές στην Μύρτο, πρωτομινωικό οικισμό της 3ης χιλιετηρίδος π.Χ., στην νότια ακτή της Κρήτης. Οι επιστημονικές αναλύσεις μιας τριποδικής χύτρας εποχής 1900-1700 π.Χ., που βρέθηκαν στην Μύρτο, αποκαλύπτουν κρασί με ρητίνη αποθηκευμένο σε καπνισμένο δρύινο βαρέλι ή με προσθήκη καπνισμένων κομματιών δρυός μέσα στο βαρέλι, όπως δείχνουν οι λακτόνες δρυός που ανιχνεύθηκαν. Η ξεχωριστή γεύση την οποία προσδίδει στο κρασί μια τέτοια προσθήκη μοιάζει με την σημερινή του σκωτσέζικου ουίσκι. Στις Μυκήνες, οι αναλύσεις θραυσμάτων τοιχωμάτων αμφορέων, πίθων, και κυλίκων, έδειξαν ότι περιείχαν διάφορα είδη κρασιού: απλό, με ρητίνη, με κάποιο προϊόν που δεν παρασκευαζόταν με ζύμωση (ίσως χυλό ή υδρόμελι).Οι αναλύσεις των ευρημάτων σε αγγεία (τριποδικές χύτρες, μαγειρικές λεκάνες, μαγειρικούς αμφορείς, κωνικά κύπελλα, ρυτά), από την Κρήτη, τις Μυκήνες, και την Ηπειρωτική Ελλάδα και την Κύπρο, στα 1600-1100 π.Χ. παρέχουν ενδείξεις για την παρουσία βοτάνων στο κρασί και στο κρασί με ρητίνη όπως׃ απήγανο, λεβάντα, δάφνη, φασκόμηλο, αλλά και οδηγούν στην πιθανότητα ύπαρξης ενός ανάμεικτου ζυμωμένου ποτού αποτελούμενου από κρασί, ζύθο από κριθάρι, και υδρόμελι, αλλά και μέλι, τρυγικό οξύ, λάδι, κερί μελισσών (θεωρουμένου ότι το λάδι και το κερί χρησίμευαν για τη συντήρηση του κρασιού και την σφράγιση των δοχείων). Ίσως όμως τα ευρήματα αυτά να ερμηνεύονται και από τη διαδοχική χρήση των αγγείων για κρασί, ζύθο από κριθάρι, και υδρόμελι.
Το εξαγωγικό εμπόριο των ελληνικών κρασιών ήταν πολύ καλά οργανωμένο και απλωνόταν σε ολόκληρη την Μεσόγειο, μέχρι την Ιβηρική χερσόνησο και φυσικά στον Εύξεινο Πόντο. Σε αντάλλαγμα του οίνου και του λαδιού οι Έλληνες εισήγαγαν δημητριακά και χρυσό από την Αίγυπτο και την Μαύρη Θάλασσα, χαλκό από την Συρία και την Κύπρο, ελεφαντόδοντο από την Αφρική. Ήταν μία από τις σημαντικότερες οικονομικές δραστηριότητες, γεγονός που αποδεικνύεται και από το πλήθος νομισμάτων που απεικονίζουν σταφύλια στην μιαν όψη και τον Διόνυσο (ή κάποια νύμφη) στην άλλη.
Σε πολλές πόλεις μάλιστα, υπήρχαν ειδικοί νόμοι για να εξασφαλίζουν την ποιότητα του κρασιού αλλά και την προστασία του υγιούς οινεμπορίου. Σε αρχαία ναυάγια πάλι έχουν βρεθεί αμφορείς που μετέφεραν το κρασί στις αγορές της εποχής εκείνης και μάλιστα αναγράφονταν ο τόπος παραγωγής. Κρασί όπως θα λέγαμε σήμερα «με ονομασία προέλευσης». Άλλωστε, οι οινικοί νόμοι της Θάσου του 5ου αιώνα π.Χ. αποτελούν ένα από τα πιο αρχαιότερα νομοθετικά κείμενα για την προστασία των Οίνων Ονομασίας Προέλευσης. Έτσι, όσα πλοία με ξένο κρασί πλησίαζαν το νησί, δημεύονταν! Από διάφορες πηγές μας έχουν διασωθεί τα ονόματα των οινοπαραγωγικών περιοχών και των κρασιών που έβγαζαν. Αρχικά, τα πιο ξακουστά κρασιά που εξάγονταν εκείνη την εποχή ήταν αυτά του βορείου Αιγαίου. Ο περίφημος Αριούσιος οίνος της Χίου, ο Λέσβιος με τα έντονα αρώματα, και ο “υπνωτικός” Θάσιος ήταν οι πιο ακρηβοπληρωμένοι οίνοι κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα. Αργότερα, μετά την κλασική εποχή, απέκτησαν μεγάλη φήμη και τα λεπτότατα κρασιά της Ρόδου, της Κω και των λοιπών Δωδεκανήσων, τα γλυκά και μαλακά της Θήρας, της Κρήτης και της Κύπρου.
Τα γνωστότερα είδη κρασιού στην αρχαία Ελλάδα ήταν τέσσερα: το άσπρο, το κιτρινωπό, το μαύρο και το κόκκινο. Το άσπρο κρασί ήταν το ελαφρότερο, αρκετά χωνευτικό και διουρητικό• το κιτρινωπό, προς το ξανθό, είχε πιο ξινή γεύση, ενώ το μαύρο και το κόκκινο, που συνήθως είχαν γλυκιά γεύση, ήταν και τα πιο περιζήτητα. Φυσικά τα παλαιωμένα κρασιά ήταν και τα καλύτερα, όπως άλλωστε και σήμερα.
Ο τρόπος παραγωγής του κρασιού δεν διέφερε ουσιαστικά από αυτόν των ημερών μας. Η αμπελουργία είχε φτάσει σε υψηλά επίπεδα ενώ αρκετοί ήταν οι φιλόσοφοι που κατέθεταν τις γνώσεις σχετικά με το θέμα σε ειδικά συγγράμματα, όπως ο Θεόφραστος στο «Περί Φυτών Αιτίων» , ο Πλίνιος στο «Φυσική Ιστορία». Έτσι λαμβάνουμε αρκετές ενδιαφέρουσες πληροφορίες, λόγου χάριν ότι οι Έλληνες καλλιεργούσαν το αμπέλι κάτω στη γη χωρίς υποστηρίγματα. Η έκθλιψη ή εκχύμωση των σταφυλιών γινόταν ή με τα χέρια, αφού πρώτα αφαιρούσαν τους βοστρύχους (κοτσάνια) ή με τα πόδια σε ληνούς (πατητήρια). Αυτός ο τρόπος διαρκεί για αιώνες και μόνο τα τελευταία χρόνια άρχισαν να χρησιμοποιούνται τα μηχανικά πιεστήρια. Ένα οργανωμένο οινοποιείο κατά την ελληνιστική εποχή στέγαζε μία ληνό για την έκθλιψη των σταφυλιών, ένα χώρο απόθεσης των σταφυλιών ( σταφυλοδοχείον), και τουλάχιστον ένα ζεύγος πιεστηρίων για την εκπίεση των στεμφύλων.
Οι Αρχαίοι Έλληνες, λαός και άρχοντες, καθώς και οι φιλόσοφοι όλων σχεδόν των ρευμάτων , από τους Προσωκρατικούς και τους Ιδεαλιστές ( Πλάτων, Σωκράτης κ.ο.κ. ) μέχρι τους Επικούρειους, αγαπούσαν το κρασί, ενώ και οι ποιητές δεν παρέλειψαν να το υμνήσουν.
Ο Όμηρος στην «Οδύσσεια» περιγράφει πολλές σκηνές οινοποσίας, ενώ στην «Ιλιάδα» μιλάει για την ασπίδα του Αχιλλέα που είναι διακοσμημένη με μια σκηνή τρύγου. Ο Ευριπίδης στο σατυρικό δράμα «Κύκλωψ», ( στιχ. 616-624) αναφέρεται πως ο Οδυσσέας μέθυσε τον Πολύφημο με το δυνατό κρασί ( Μαρώνειος Οίνος) που του έδωσε ο ιερέας Μάρωνας και τον τύφλωσε.
Ο Αλκαίος, μεγάλος λυρικός ποιητής, μας παροτρύνει να μην φυτέψουμε κανένα άλλο δένδρο παρά μόνο αμπέλι, «Μηδ’ εν άλλο φυτεύσης πρότερον δένδρεον αμπέλω...»
Στην αξία του κρασιού αναφέρονται ο Πλάτωνας και ο Ξενοφώντας στα « Συμπόσιά» τους. « Χαλεπόν τοις ανθρώποις η μέθη» ,δηλ. « Φοβερόν ελλάτωμα για τους ανθρώπους η μέθη» ( Πλατ. “Συμπόσιον” c, 176 ) αλλά και ο Αθήναιος στους «Δειπνοσοφιστές», όπου αποκαλεί το κρασί « Οίνος, ο αγαθός δαίμονας». Στο ίδιο έργο, σ’ ένα απόσπασμα, ο Εύβουλος ( κωμικός ποιητής του 4ου π.Χ. αιώνα) παριστάνει τον Διόνυσο να λέει ότι το κρασί είναι απαραίτητο στον άνθρωπο, αλλά με μέτρο, γιατί αν πιει περισσότερο τότε παραφέρεται.
Τα συμπόσια, εξάλλου των Αρχαίων Ελλήνων, είχαν γίνει θεσμός, απόκτησαν κανονισμούς και εθιμοτυπία. Πραγματοποιούνταν στην αίθουσα του σπιτιού που λεγόταν “ανδρών” ,ενώ οι προσκεκλημένοι στηριζόμενοι στο αριστερό τους χέρι ξάπλωναν στα ανάκλιντρα. Στην αρχή, οι Έλληνες έπιναν το κρασί ανέρωτο, «άκρατον οίνον», αλλά αργότερα διαπίστωσαν πως πίνοντας νερωμένο κρασί, «κεκραμένον οίνον», μπορούσαν να αποφύγουν όλες τις δυσάρεστες συνέπειες του άκρατου οίνου. Έγινε λοιπόν γενικός κανόνας η ανάμειξη του κρασιού με νερό, σε αναλογία ένα μέρος οίνου, τρία μέρη νερού, ενώ η πόση ανέρωτου κρασιού θεωρούνταν βαρβαρότητα. Η μοναδική, ίσως, στιγμή της ημέρας κατά την οποία ο κοινός πολίτης της αρχαιότητας έπινε άκρατο τον οίνο του ήταν όταν κάθε πρωί βουτούσε το ψωμί του στο κρασί.
Η ίδια η λέξη "κρασί" αντανακλά την συνήθεια της ανάμειξης του οίνου με νερό, καθώς προέρχεται από το ρήμα "κεράννυμι" - αναμειγνύω (εξ΄ου και κρατήρ, το σκεύος ανάμειξης).
Η ίδια η λέξη "κρασί" αντανακλά την συνήθεια της ανάμειξης του οίνου με νερό, καθώς προέρχεται από το ρήμα "κεράννυμι" - αναμειγνύω (εξ΄ου και κρατήρ, το σκεύος ανάμειξης).
Οι Αρχαίοι πρόγονοί μας διέθεταν μια αξιοζήλευτη ποικιλία ειδικών αγγείων, τα οποία χρησιμοποιούσαν τόσο για την ανάμειξη του κρασιού, την διατήρηση του, όσο και για την ψύξη του, πριν την κατανάλωση. Έτσι έχουμε :
- Αποθηκευτικά – πίθος, στάμνος, αμφορέας
- Μίξης οίνου με νερό – κρατήρας, λέβης
- Αντλήσεως και σερβιρίσματος οίνου – κύαθος, οινοχόη, λάγυνος
- Πόσης – κύλιξ, κάνθαρος, μαστός, σκύφος ή κοτύλη, ρητόν ή ρέον ή προτομή, φιάλη
- Ψύξης του οίνου – ψυκτήρας
Ιστορική ανασκόπηση
Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, δεν σημειώθηκαν ουσιαστικές αλλαγές στην οινοποιία, παρόλο που η αύξηση του πλούτου είχε ως αποτέλεσμα μια συνεχή αναζήτηση ολοένα και πιο βελτιωμένης γεύσεως. Η πλήρης ωρίμανση ωστόσο του κρασιού ήταν αδύνατη, μέχρις ότου γενικεύτηκε η χρήση του μπουκαλιού και του φελλού. Αρκετά από τα κρασιά της αρχαίας Ρώμης απέκτησαν μεγάλη φήμη. Τα κρασιά αυτά, όπως και τα ελληνικά, βράζονταν, στην συνέχεια τους προσέθεταν αρωματικές ουσίες (καρπούς ή άνθη) ή τα αναμίγνυαν με ουσίες που ως σκοπό είχαν την εξασφάλιση καλύτερης και πιο μακροχρόνιας συντηρήσεως (ρητίνη , μέλι , πίσσα κ,α.). Τα κρασιά φυλάγονταν σε βαρέλια, ασκούς από δέρμα κατσίκας ή πήλινους αμφορείς και"πωματίζονταν" με λάδι ή κουρέλια βουτηγμένα σε λίπος.
Οι ρωμαϊκές κτήσεις επέτρεψαν στην αμπελουργία να εξαπλωθεί αρχικά σε όλη την περιοχή της Μεσογείου και στην συνέχεια και σε βορειότερες χώρες. Η επέκταση αυτή ωστόσο δεν ήταν απρόσκοπτη: ο Δομιτιανός είχε απαγορεύσει την αμπελοκαλλιέργεια το έτος 92 μ.Χ., ενώ ο Πρόβος την αναβίωσε και την ενίσχυσε το 282.
Ο ρόλος του κρασιού στην χριστιανική Θεία Λειτουργία υπήρξε ο σημαντικότερος παράγοντας για την συνέχιση της παραγωγής κρασιού μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αν και κατά τον Μεσαίωνα η παραγωγή και η ποιότητα των κρασιών, στον βαθμό που έχει εξακριβωθεί, παρουσίασε πτώση, η καλλιέργεια των αμπελιών συνεχίστηκε και η φροντίδα των αμπελώνων ήταν σχεδόν αποκλειστικά ασχολία της Εκκλησίας. Η επανεμφάνιση καλών κρασιών και φημισμένων αμπελώνων οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις προσπάθειες μοναχών που καλλιεργούσαν αμπέλια στον περιτειχισμένο κήπο κάθε μοναστηριού. Ορισμένα αμπέλια από τα οποία παράγονται φημισμένα τοπικά κρασιά στην Γαλλία βρίσκονται ακόμη συγκεντρωμένα γύρω από παλαιά μοναστήρια.
Ακολουθώντας τα ταξίδια του Κολόμβου, η καλλιέργεια του αμπελιού και η οινοποιία μεταφέρθηκαν από τον Παλαιό Κόσμο στο Μεξικό, στην Νότια Αμερική και, στη συνέχεια, στην νότια Αφρική, την Αυστραλία και την Καλιφόρνια.
Το 1860 ο Λουί Παστέρ συνέβαλε στην σταθεροποίηση της οινοποιητικής βιομηχανίας αποδεικνύοντας ότι η θέρμανση παρεμπόδιζε την ανεπιθύμητη μικροβιακή δραστηριότητα στο κρασί. Η χρήση της φιάλης και του φελλού, όπως είναι γνωστή στην σύγχρονη εποχή, φαίνεται ότι γενικεύτηκε προς τα τέλη του 17ου αιώνα. Η αξιοποίηση και των δύο οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στο έργο του Περινιόν ντομ ή ντον Πιέρ, Βενεδικτίνου μοναχού της μονής του Hautvillers, πατέρα της σαμπάνιας. Άλλη σημαντική αλλαγή υπήρξε η τυχαία ανακάλυψη το 1775 στο Ράινγκαου ότι τα σταφύλια που αφήνονταν πάνω στο κλήμα μέχρι να αρχίσουν να σήπονται έδιναν μια γλυκύτητα και ένα "μπουκέ" που δεν ήταν δυνατόν να επιτευχθούν με άλλον τρόπο. Στα μέσα της δεκαετίας του 1750 οι έμποροι της Μαδέρα άρχισαν πρώτοι να ενισχύουν επιστημονικά τα κρασιά τους προσθέτοντας σε αυτά μια ποσότητα μπράντυ· η διαδικασία αυτή είναι βασική για την παρασκευή και ωρίμανση όλων σχεδόν των επιδορπίων κρασιών.
Οι ευρωπαϊκοί αμπελώνες υπέστησαν μια μεγάλη καταστροφή, η οποία απείλησε να τους εξολοθρεύσει τελείως. Το 1863 εισάχθηκε συμπτωματικά από την Αμερική ένα Έντομο γνωστό ως Φυλλοξήρα, το οποίο τρεφόταν από την ρίζα του αμπελιού. Μεγάλες οινοπαραγωγές περιοχές ερημώθηκαν καθώς η ασθένεια εξαπλωνόταν. Τελικά, οι καταστροφές τέθηκαν υπό έλεγχο με την εισαγωγή ανθεκτικών στη Φυλλοξήρα υποκειμένων αμπέλου από την Καλιφόρνια, στα οποία εμβολιάστηκαν οι παλαιές ευρωπαϊκές ποικιλίες .
Η ευεργετική επίδρασή του στον οργανισμό
Είναι γνωστό ότι ένα ποτήρι κρασί κάνει καλό στην καρδία. Έρευνα Βρετανών επιστημόνων έδειξε ότι ένα ποτήρι κρασί μπορεί να προστατεύσει την καρδιά, αναστέλλοντας την σύνθεση μιας πρωτεΐνηςτης ενδοθήλης-1, η οποία συντελλεί σημαντικά στη σύνθεση αρωματικών πλακών στααγγεία. Επίσης, το κρασί λόγω κάποιων ενώσεων που διαθέτει φυσικά, τις λεγόμενες πολυφαινόλες, ανεβάζει τα επίπεδα καλής χοληστερόλης του αίματος(HDL) ενώ ταυτόχρονα μειώνει τα επίπεδα της κακής χοληστερόλης του αίματος(LDL).
Επιπλέον, το κρασί διαθέτει πολλές ευεργετικές ιδιότητες. Από την αρχαιότητα καταγράφεται ο σημαντικός ρόλος που έπαιζε στην καθημερινή ζωή των προγόνων μας ο μούστος και τα παράγωγά του: το πετιμέζι ως μέσο διατροφικό –ιδιαίτερα ως υποκατάστατοτης ζάχαρης– το κρασί ως μέσο θερμαντικό και φαρμακευτικό, το ξίδι ως αντισηπτικό. Νέες έρευνες αποδεικνύουν ότι αποτελεί σύμμαχο κατά του καρκίνου και μειώνει τις πιθανότητες εμφάνισής του. Αυτό οφείλεται στην ουσία ρεσβερατρόλη που έχει αντικαρκινικές, αντιφλεγμονώδεις και αντιοξειδωτικές ιδιότητες.
Το κρασί διαθέτει κι άλλες αντιοξειδωτικές ουσίες, τα φλαβονοειδή, οι οποίες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην μείωση της αρτηριακής πίεσης και στη βελτίωση της λειτουργίας της καρδιάς με μία ήπια κατανάλωση.
Το κόκκινο κρασί χάρη στην αντιοξειδωτική ουσίαρεσβερατρόλη, λειτουργεί προστατευτικά στους νευρώνες του εγκεφάλου· συμβάλλει στην καλύτερη κυκλοφορία του αίματος στον εγκέφαλο και παρουσιάζει θετική επίδραση στην ευφυΐα. Η μέτρια κατανάλωση του, έχει συσχετιστεί με μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου Αλτσαχάιμερ, καθώς η ρεσβερατρόλη βοηθά στην επιβίωση των κυττάρων από το οξειδωτικό στρες. Τέλος, το κρασί μας προφυλάσσει από ορισμένους ιούς και βακτήρια βελτιώνοντας έτσι την αντίσταση του οργανισμού στο κρυολόγημα και τις ιώσεις.
http://greekcook.gr/syntages/istoria_tou_krasiou )
Η Άμπελος στην Ζωγραφική
Bacchante with Grapes - Paul Merwart |
Pressing grapes - John Reinhard Weguelin |
Greek Wine - Lawrence Alma Tadema |
A grape picker - William Bouguereau |
Autumn - John William Godward |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου