
Μερικά είδη είναι:
• Ιέραξ ο ερυθρωπός (Falco vespertinus) κοινώς Μαύρο κιρκινέζι. Είναι από τα πιο όμορφα γεράκια. Τρέφεται με έντομα. Ζει στην Ν Ευρώπη.
• Ιέραξ ο οξύπτερος (Falco eleonorae), κοινώς γεράκι της Ελεονόρας ή μαύρος πετρίτης. Το σώμα του έχει μήκος 45 εκ και η ουρά του 20 εκ. Ζει στα νησιά και στις ορεινές περιοχές γύρω από την Μεσόγειο.
• Ιέραξ ο κορυδαλλοφάγος (Falco subbuteo), κοινώς ξεφτέρι. Πετά καλύτερα και ταχύτερα από όλα τα γεράκια και κυνηγά ακόμα και χελιδόνια, κορυδαλλούς κτλ. Ζει στην Ευρώπη, στην Ασία και Β.Δ. Αφρική.
• Ιέραξ ο μεταναστευτικός (falco peregrines), κοινώς πετρίτης. Ζει σε όλο τον κόσμο εκτός από την αρκτική. Πετά πολύ γρήγορα και συλλαμβάνει περιστέρια, πέρδικες, πάπιες, γλάρους, χελιδόνια κτλ.
• Ιέραξ ο ερυθρόνωτος (falco naumanni) κοινώς κιρκινέζι. Απαντάται στην Φινλανδία, στη Σουηδία, στην Αυστρία, στην Γαλλία, στη Βρετανία και στην Ελλάδα.
• Ιέραξ ο ιερός (falco cherrug) ζει στη Βουλγαρία, στη Ρουμάνια και στην Α. Τουρκία.
• Ιέραξ ο νάνος (falco columbarius). Ζει στις τούνδρες και στα δάση της Ευρώπης, της Ασίας και της Β. Αμερικής.
Το σώμα του είναι επίμηκες, εύρωστο και

Όπως όλα τα αρπακτικά έτσι και τα γεράκια στέκονται στον αέρα και στριφογυρνάνε αργά χρησιμοποιώντας τα θερμά ανοδικά ρεύματα του αέρα. Οι μεγάλες και πλατιές φτερούγες τους αυξάνουν την επιφάνεια του σώματός τους, βοηθώντας τα να πετούν για πολλές ώρες χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Με αυτόν τον τρόπο εξοικονομούν ενέργεια.
Κυνηγούν στον αέρα με όπλα τους την


Ζουν σε όλη την Ευρώπη και την Ασία, εκτός από την αρκτική, καθώς και σε πολλά μέρη της Αφρικής όπου καταφεύγουν για να περάσουν τους δύσκολους χειμώνες. Μπορεί όμως να διαχειμάσουν ακόμη και στην Β. Ευρώπη. Στην Ελλάδα απαντούν ως επιδημητικά πουλιά στην Στερεά Ελλάδα, στην Πελοπόννησο και στα νησιά.
Επιχειρούν μικρές μεταναστεύσεις την άνοιξη και το φθινόπωρο και μονό τότε συγκεντρώνονται σε ομάδες. Θεωρούνται ωφέλιμα για τη γεωργία επειδή μερικά τρέφονται με έντομα.

Η βασική του καταγωγή όμως είναι από την Ανατολή και στα μακρινά στεπώδη και βουνίσια εδάφη της Ασίας. Στην κεντρική Ευρώπη άρχισε να ασκείται από την αρχή του Μεσαίωνα, αλλά γνώρισε την κορύφωση της δόξας του στην εποχή του Λουδοβίκου ΧΙΙΙ, οπότε έκριναν την αξία και τα προτερήματα ενός αριστοκράτη από το πόσο σπουδαία ήταν τα πουλιά του!
Σήμερα η ιερακοθηρία εξασκείται κυρίως στις αραβικές

H εκπαίδευση του γερακιού δεν είναι εύκολη υπόθεση και γίνεται συνήθως από γνώστες του αντικειμένου ή υπό την καθοδήγήσή τους. Πρώτο μέλημα είναι να συνηθίσει το πτηνό την επαφή με τον άνθρωπο και στην συνέχεια να εκπαιδευτεί ως κυνηγός (με την μέθοδο του σπάγγου και κατόπιν ελεύθερο), πράγμα που επιτυγχάνεται με τροφή/αμοιβή κι υπομονή.

Στην Ιλιάδα, επιθέσεις και οπισθοχωρήσεις θεών και ανθρώπων παρομοιάζονται, ως προς την ταχύτητα τους, με αυτήν του γερακιού όταν κυνηγάει και επιτίθεται κατά των θηραμάτων του. Στην Οδύσσεια αναφέρεται ότι οι Έλληνες έμαθαν πολλά για την ιερακοθηρία από τους Τρώες κατά την διάρκεια του τρωικού πολέμου. Στον μύθο του Αισώπου, το γεράκι εμφανίζεται ως ένα πονηρό πτηνό, το οποίο αποκτά την εμπιστοσύνη των αγαθών περιστεριών, με αποτέλεσμα τα τελευταία να γίνουν λεία του.
Στην αιγυπτιακή μυθολογία ο θεός


Τα κείμενα των Πυραμίδων τον παρουσιάζουν ως γιο του Ρα και αδελφό του Σετ. Η αιώνια αντίθεση μεταξύ ερέβους και φωτός συμβολίζεται με αιώνιες συγκρούσεις, κατά τις οποίες ο μεν Σετ έβγαλε το ένα μάτι του Ώρου, ενώ ο δεύτερος ευνούχισε τον αμείλικτο εχθρό του. Το δικαστήριο των θεών έλυσε την διαφορά υπέρ του θεού γερακιού, ο οποίος, από το τέλος της δεύτερης δυναστείας εμφανίζεται μόνος και αποκλειστικός θεϊκός πρόγονος των Φαραώ, στο πρωτόκολλο των οποίων αναφέρεται με την επωνυμία Χορ Νουμπτί, «Ώρος, ο νικητής του Σετ».

Ο ΚΙΤΖΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΕΡΑΚΙ - Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Σ' ἕνα κοντρὶ θεόχτιστο κάθεται διπλοπόδι
ἕνας γεροπαλλήκαρος, ὁ Κίτζος ὁ Σουλιώτης.
Ἔχει τὴν τρίχα κάτασπρη σὰν τὴν κορφὴ τοῦ Πίνδου.
Πόσαις ἀντάραις καὶ χιονιαῖς τ' ἀσπρίσαν τὸ κεφάλι!
Μὲ τὤνα χέρι ἐχάϊδευε ὁλόχρυσα πιστόλια,
μὲ τἄλλο χέρι του ἔστριφεν ἄσπρο, μακρὺ μουστάκι.
Ἐμπρὸς στὴ φουστανέλλα του κοίτεται ξαπλωμένο
ἕνα μιλλιόνι ξακουστό, πἄστραφτε σὰν ἀστερι.
Σὰν ὄχεντρα φαρμακερή, ποὺ καρτερεῖ νὰ κρούξῃ,
ἔδειχνε τὸ κεφάλι του τὸ δαμασκὶ σπαθί του,
κουλουριασμένο κι' ἄγρυπνο κρυμμένο στὴ φλοκάτη.
Ὤχ! νἄμουνα μὲς τὴν καρδιὰ τοῦ Κίτζου τοῦ Σουλιώτη,
νὰ μέτραγα τοὺς χτύπους της, νἄνιωθα τὴ λαχτάρα!
Τὰ μάτια του κατάμαυρα, στὴν Κιάφα καρφωμένα,
βράζουνε μὲς τὸ δάκρυ τους καὶ στάζουνε φαρμάκι.
Ἐκύτταζε κ' ἐκύτταζε! Τὸ αἷμ' ἀπ' τὴν καρδιά του
σὰν ἄγριο κῦμα χύνεται, τὰ στήθια του πλακώνει.
Ἐφούσκωσαν οἱ φλέβες του σὰ φείδια στὸ λαιμό του,
καὶ λὲς θὰ τόνε πνίξουνε. Μὲ μιᾶς ἀναστενάζει...
Τὶ στεναγμὸς ἦταν ἐκειός· ξυπνᾷ καὶ πεθαμένους!
Ἕνα γεράκι διάβαινε ψηλὰ ψηλὰ στ' ἀγέρι
καὶ σταματάει τὸ φτερὸ καὶ κάθεται μπροστά του.
- Κίτσο Σουλιώτη, ἐδιάβαινα, ἐπήγαινα στὴ Δύσι,
καὶ σἄκουσα ποὺ στέναξες κ' ἦρθα νὰ σὲ ρωτήσω.
Πές μου καὶ σὺ τὸν πόνο σου, πὲς μου τὴν δυστυχιά σου.
Πουλὶ δὲν εἶμαι τῆς χαρᾶς, εἶμαι πουλὶ θανάτου.
- Πέτα, γεράκι, διάβαινε. Ἐσὺ ψηλὰ στὰ γνέφη
ἔχεις φτερὰ τὴν ἀστραπή, φωτιὰ τ' ἀστροπελέκι,
καὶ δὲ γνωρίζεις σίδερα καὶ δὲ φοβᾶσαι ἀφέντη.
Πέτα, γεράκι, διάβαινε, κι' ἄν πᾷς πέρα στὴ Δύσι,
καὶ δὲν σοῦ κόψουν τὰ φτερὰ καὶ κόψουνε τὰ νύχια
πὲς τους πὼς μ' ηὗρες μοναχὸ ποὺ κύτταζα τὸ Σοῦλι,
ποὺ κύτταζα τὴ στάχτη του κ' ἔκλαιγα τὴν ἐρμιά του.
- Οἱ πεθαμένοι θὰ σκωθοῦν στὴν ἄλλη παρουσία,
τώρα γυρεύω ζωντανούς. Τρέχα, Σουλιώτη, τρέχα.
Ἡ μάνα μας ἐξύπνησεν ἀπ' τὸν βαθύν της ὕπνο
καὶ μέσ' Ἀπὸ τὸ μνῆμά της φωνάζει στὰ παιδιά της
τὸ χέρι νὰ τῆς δώσουνε τὴν πλάκα νὰ σηκώσῃ.
Πέταξε, ἀνέβα στὰ βουνά, ν' ἀκουρμαστῇς, ν' ἀκούσῃς,
νὰ ἰδῇς τὴ νεκρανάσταση, νὰ ζεσταθῇ ἡ καρδιά σου.
- Ἔχεις ἀνθρώπινη λαλιὰ καὶ δὲ μοῦ λὲς ποιός εἶσαι;
- Κίτσο Σουλιώτη, πίστεψε, εἶμ' ἡ ψυχὴ τοῦ Ρήγα.
- Ἡ Δύση σὲ παράδψκε καὶ σὺ στὴ Δύση τρέχεις;
- Σὰ ἰδῇ πῶς μὲ σταυρώσανε κ' ἡ Δύση θὰ πιστέψῃ.
Χτυπάει, ἀνοίγει τὰ φτερά, χάνεται τὸ γεράκι.
Ἐμβῆκε μὲς τὰ σύγνεφα, διαβαίν' ἀπὸ τὴν Πάργα
καὶ χαμηλώνει τὰ φτερὰ νὰ ἰδῇ τὴ σταύρωσή της.
Τὴν εἰδε κι' ἀνατρίχασε, ἐσπάραξ' ἡ καρδιά του!
Τὸ φονικὸ τἀνέλπιστο τοῦ τὤχαν μαρτυρήσει
κ' ἐκεῖνος δὲν τὸ πίστεψε κ' ἦλθε νὰ ἰδῇ τὸ μνῆμα.
Ἁρπάζει μὲς τὰ νύχια του τῆς κιτριᾶς τὰ φύλλα
τ' ἀγκάλιασε σὰν ὀρφανά, σὰν τὰ παιδιὰ τῆς Πάργας,
κ' ἐπήγανε στὴν ξενιτειὰ νὰ κλάψουν τὸν καϋμό τους.
Σουλιώτη, μὴ τοὺς καρτερεῖς. Ποιὸς ξέρ' ἄν θὰ γυρίσουν.
Σύρε στὴ μαύρη μάννα σου, σύρε καὶ σὺ νὰ δώσῃς
τ' ἀνδρεῖά σου γεράματα, τὸ ἔρμο σου κουφάρι·
καὶ πέσε ν' ἀποκοιμηθῇς. Θ' ἀναστηθῇ τὸ Σοῦλι!








